Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011

Όταν η επιμέλεια των παιδιών μετατρέπεται σε δικαστική διαμάχη


(Μέρος Πρώτο )
Χούλιαρη Όλγα , Ψυχολόγος
Ασπασία Καρακώστα, Ψυχολόγος
 Επικοινωνήστε μαζί μας στο info@welfareaction.org


Το διαζύγιο των γονιών του για ένα παιδί είναι αναμφισβήτητα μια πολύ δύσκολη κατάσταση, που χρειάζεται όμως να την διαχειριστεί. Με κατάλληλους χειρισμούς, και αυτό συνεπάγεται την καλή επικοινωνία και συνεργατικότητα μεταξύ του πρώην ζευγαριού και τη διατήρηση του ρόλου τους ως γονέων και μετά το χωρισμό τους, το παιδί μπορεί να βγει αλώβητο. Εκείνο που σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να διαχειριστεί το παιδί και συνιστά μια βαθιά τραυματική εμπειρία είναι το να καταθέσει στο δικαστήριο υπέρ ή κατά των γονιών του με σκοπό την επιμέλειά του.
Στην χώρα μας είναι πολλοί εκείνοι οι διάδικοι (γονείς, συγγενείς, φίλοι, κ.λπ.) που ζητούν από το δικαστή, προκειμένου να λάβει την ορθότερη δυνατή απόφαση όσον αφορά την επιμέλεια των παιδιών σε περιπτώσεις διαζυγίου, να καταθέσουν τα ίδια τα παιδιά. Ο νόμος προβλέπει ότι τα παιδιά άνω των 12 χρόνων μπορούν να καταθέσουν ως μάρτυρες για την επιμέλειά τους και έγκειται στη βούληση του δικαστή να τα λάβει υπ’ όψιν του. Βάσει της νομολογίας, όμως, ο δικαστής στην πλειονότητα τέτοιων υποθέσεων δεν κάνει δεκτό αυτό το αίτημα των διαδίκων, καθώς δεν θέλει τα παιδιά να βιώσουν μια τέτοια εμπειρία (που συνήθως προϋποθέτει την χειριστική εκμετάλλευση από μέρους των δύο αντίθετων πλευρών της συμπάθειας στο πρόσωπό τους, μέσω υποσχέσεων και δώρων, αν πουν βέβαια συγκεκριμένα πράγματα υπέρ τους και κατά του άλλου μέρους ενώπιον του δικαστηρίου) και βέβαια προτιμά να αποφασίσει βάσει άλλων στοιχείων. Συνηθίζεται, λοιπόν, κατά κανόνα τα μικρότερα παιδιά να τα αναλαμβάνει η μητέρα και τα μεγαλύτερα, αν είναι αγόρια ο πατέρας, ενώ αν είναι κορίτσια η μητέρα.
Παρ’ όλα αυτά, ωστόσο, πολλοί είναι εκείνοι οι γονείς που παραβλέπουν αυτήν την δικαστική πραγματικότητα και ζητούν να καταθέσουν τα παιδιά τους ως μάρτυρες από το δικαστή. Ταυτόχρονα ζητούν  και από τους ειδικούς ψυχικής υγείας προτεινόμενους τρόπους, ώστε να διαχειριστούν πιο αποτελεσματικά μια τέτοια κατάσταση. Η απάντηση βέβαια σε άμεση συνάφεια με τα προηγούμενα, βάση και της κλινικής μας εμπειρίας είναι σε καμία περίπτωση μην επιλύετε το θέμα της επιμέλειας των παιδιών, ενώπιον του δικαστηρίου και με μάρτυρες τα παιδιά σας. Είναι απαραίτητος ο έξω-δικαστηριακός συμβιβασμός και η επίτευξη από κοινού, υπό ήρεμες συνθήκες συμφωνίας για την επιμέλεια, τη συχνότητα των επισκέψεων με τον άλλο γονιό, τον χρόνο και τον τόπο, χωρίς καμία εμπλοκή σε όλη αυτή τη διαδικασία των παιδιών.
 Όμως αρκετοί γονείς, παρά τις συστάσεις, εξακολουθούν να επιθυμούν αυτή τη δίοδο για την επιμέλεια των παιδιών τους. Εν συνεχεία θα παραθέσουμε  κάποιες ενδεικτικές απόπειρες πειθούς των ειδικών Ψυχικής υγείας από τους γονείς, όντας σε αμυντική στάση και προβάλλοντας τις δικές τους ανάγκες, ότι δηλαδή αυτός ο τρόπος είναι ο πιο ενδεδειγμένος σε αυτή τη φάση για το δεδομένο στόχο, ότι δεν θα είναι τόσο επικίνδυνος και τραυματικός για τα παιδιά και ότι χρειάζονται απλώς μια υποστηρικτική παρέμβαση:

1.  «Ξέρουμε ότι δεν ενδείκνυται για την συναισθηματική ισορροπία των παιδιών αυτός ο τρόπος, αλλά ο δικαστής θα είναι φιλικός και ευγενικός μαζί τους και άλλωστε η όλη διαδικασία δε θα διαρκέσει πολύ, αλλά θα τους ζητηθεί απλώς να πουν με ποιον από τους δύο γονείς προτιμούν να μείνουν».
Ακόμη και το ότι η διαδικασία γίνεται κεκλεισμένων των θυρών, ακόμη κι αν ο δικαστής επιλέξει να μην παρευρίσκεται κανείς κατά τη μαρτυρία των παιδιών ή ακόμη κι αν ζητήσει την παρέμβαση ενός πραγματογνώμονα ψυχολόγου, τα παιδιά θα εξακολουθήσουν να βρίσκονται σε έναν εντελώς άγνωστο χώρο με άγνωστους ανθρώπους, οι οποίοι είναι ενήλικες και τους ζητούν να τους εμπιστευτούν ό,τι πιο προσωπικό τους, όπως και οι γονείς τους· πώς να το κάνουν και πάλι, όμως αυτό; Εμπιστεύτηκαν τους γονείς τους και εκείνοι φάνηκαν αναξιόπιστοι με το διαζύγιό τους· αν κάνει το ίδιο και ο δικαστής; Είτε τους κάνει άμεσα είτε έμμεσα τις ερωτήσεις του, ο σκοπός παραμένει ο ίδιος: τα παιδιά πρέπει να αποφασίσουν τα ίδια για το μέλλον τους· κατ’ αυτόν τον τρόπο αισθάνονται μια απίστευτη δύναμη και ευθύνη που σαφώς δεν είναι εφικτό να την αντέξουν όσο προετοιμασμένα κι αν είναι εκ των προτέρων για το πώς θα είναι η διαδικασία και ότι ό,τι κι αν γίνει οι γονείς τους τα έχουν διαβεβαιώσει ότι τα κατανοούν και θα είναι δίπλα τους.
Επιπρόσθετα, γνωρίζουν ότι αυτό που πραγματικά επιθυμούν δεν μπορεί να γίνει ούτως ή άλλως, καθώς κανείς δε θα τα ακούσει και αυτό θα ήταν να μείνουν και με τους δύο τους γονείς και να είναι όλοι μαζί σαν οικογένεια όπως πριν· και εκτός αυτού  αισθάνονται υπεύθυνα να επιλύσουν ένα πρόβλημα που δεν είναι δικό τους, αλλά των γονιών τους και που θα επηρεάσει αισθητά την υπόλοιπη ζωή τους με το να επιλέξουν υποχρεωτικά έναν από τους δύο. Όλοι οι άνθρωποι από την πρώιμη ηλικία βιώνουμε αμφιθυμικά συναισθήματα για τους σημαντικούς Άλλους, τα οποία διαχειριζόμαστε καθώς ωριμάζουμε. Δε χρειάστηκε, ωστόσο, ποτέ να διαλέξουμε ποιο από τα δύο συναισθήματα είναι το πιο ισχυρό. Σε αυτή τη φάση, όμως ζητείται από τα παιδιά να καταπιέσουν το ένα άκρο, να υπερισχύσει ξεκάθαρα το άλλο και να πουν ούτε λίγο ούτε πολύ ότι επί παραδείγματι, «μπαμπά, δε θέλω να μείνω μαζί σου· προτιμώ τη μαμά». Είναι ένας πολύ αποτελεσματικός τρόπος δημιουργίας ενοχών και αποδυνάμωσης της αυτοεκτίμησης των παιδιών. Για να αντέξουν ή και προσπαθώντας να διώξουν τα δυσάρεστα αυτά συναισθήματα τα παιδιά, κάτι το οποίο δεν καταφέρνουν, προσπαθούν να πείσουν τους εαυτούς τους ότι πράγματι ο μη προτιμώμενος γονιός είναι ο κακός της υπόθεσης. Κάνουν ό,τι μπορούν για να ρίξουν όλο τους το μίσος στο πρόσωπό του, αλλά ακριβώς επειδή πολλά κομμάτια της προσωπικότητάς τους είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μαζί του, οι ενοχές συνεχίζονται και πολλές φορές το μίσος καταλήγει να στρέφεται σε εκείνα. Τα παιδιά κατ’ επέκταση, παγιδεύονται σε αντιφατικά συναισθήματα: από τη μια μεριά υπάρχει η αίσθηση μιας παντοδυναμίας, καθώς εκείνα είναι που θα πάρουν την τελική και καθοριστική για το μέλλον όλων απόφαση και συγχρόνως από την άλλη, μια αίσθηση παντελούς έλλειψης δύναμης, καθώς αισθάνονται ότι κανείς εκ των προτέρων δε θα λάβει υπ’ όψιν του τι πραγματικά θέλουν. Και αυτό που θέλουν τις περισσότερες φορές είναι να μείνουν όλοι μαζί στο ίδιο σπίτι αγαπημένοι και ήρεμοι. Επιπροσθέτως τα παιδιά ταλαιπωρούνται από τη μια πλευρά από αισθήματα ενοχών, καθώς θεωρούν τους εαυτούς τους απαίσιους που απορρίπτουν ένα τόσο σημαντικό πρόσωπο για τη ζωή τους, που το αγαπούν και που εκείνο τα αγαπά, αλλά και μίσος από την άλλη, σκεπτόμενα ότι για να τον απορρίψουν σημαίνει ότι διέθεταν σοβαρούς λόγους, άρα εκείνος ήταν ο κακός και όχι αυτά. Και φυσικά όλα αυτά να διαδραματίζονται έτσι και αλλιώς, υπό τις ευνοϊκότερες συνθήκες κατά τα επιχειρήματα των γονιών· φανταστείτε τι μπορεί να προέκυπτε υπό την παρουσία περισσότερο μαχητικών και προσανατολισμένων στη «νίκη» δικηγόρων...


2.   «Εντάξει, είναι μια καθ’ όλα τραυματική εμπειρία για τα παιδιά. Μα πώς να ενδώσω στις άδικες και παράλογες απαιτήσεις του/της πρώην συζύγου μου; Αν κάνω κάτι τέτοιο δε θα πάψουν να με αγαπούν τα παιδιά, αφού θα έχουν δει ότι δεν προσπαθώ με κάθε τρόπο να τα υπερασπιστώ και να τα κρατήσω κοντά μου; Δε θα σταματήσουν να με σέβονται και να με εκτιμούν ως γονιό τους;»

Το να θεωρούν οι γονείς ότι με το να προχωρούν σε δικαστική διαμάχη μεταξύ τους για την επιμέλεια των παιδιών τους, συνιστά εκδήλωση και απόδειξη υπέρμετρης αγάπης, ανάληψη γονεϊκών ευθυνών και γενικότερα έναν καλύτερο γονιό και όλα αυτά έναντι του άλλου γονιού, αποτελεί μια σκέτη αυταπάτη. Η πραγματικότητα, δηλαδή, δείχνει ακριβώς το αντίθετο: το να τραβούν οι γονείς τα πράγματα στα άκρα σημαίνει ότι υπερισχύουν οι μεταξύ τους διαφορές, παραγκωνίζονται οι ανάγκες των παιδιών και κατ’ επέκταση ο ρόλος τους ως γονέα, καθώς οι δικαστηριακές αντιπαραθέσεις απορροφούν όλο τον απαραίτητο χρόνο και την ενέργεια από την διαπαιδαγώγησή τους· για κάποια άλλα ζητήματα (οικονομικοί διακανονισμοί, περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου, κ.λπ.) ενδεχομένως η δικαστηριακή οδός να είναι η μόνη και η πιο ενδεδειγμένη και δεν εμπλέκει τα παιδιά· σε καμία περίπτωση, λοιπόν, δεν ισχύει το ίδιο και για την επιμέλειά τους. Γιατί ό,τι αφορά τα παιδιά να μην κανονιστεί εξωδικαστηριακά, ειρηνικά σε ήρεμους τόνους με συνεργατικό κλίμα και διάθεση; Γιατί πρέπει να υπάρξουν ξένοι, ψυχροί, απρόσωποι αντιπρόσωποι; Γιατί πρέπει να κλονιστούν σχέσεις, να υπάρξει ο γονιός που «έχασε» και ο γονιός που «κέρδισε»; Πώς θα συνεχιστεί η ζωή όλων μετά από αυτήν την τόσο στιγματιστική και τραυματική εμπειρία;

3.   «Αν είναι τόσο απειλητική η δικαστηριακή διαμάχη για την επιμέλεια για τα παιδιά, θα προχωρήσουμε σε αυτήν χωρίς τα ίδια τα παιδιά να το μάθουν».
Τα παιδιά δεν υπάρχει περίπτωση να μην μάθουν ή καλύτερα να μην καταλάβουν κάτι τέτοιο. Δεν μπορεί να μην συνειδητοποιήσουν τίποτα από ό,τι γίνεται τριγύρω τους: κρυφές συζητήσεις, υπονοούμενα, προκαθορισμένες συμφωνίες, καβγάδες, διάχυτη αναστάτωση, ανησυχία, άγχος και εκνευρισμός, αδιαφορία και αφηρημάδα των γονιών, διαφορετική αντιμετώπιση φίλων και συγγενών· και επειδή σαφώς τυπικά δεν θα είναι μέρος όλου αυτού του σκηνικού θα θεωρήσουν τους εαυτούς τους υπεύθυνους...  

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ  


  • Emery, R. Όλη η αλήθεια για τα παιδιά και το διαζύγιο. Εκδ. Πατάκη. Αθήνα, 2005.

  • Goldstein, S. Divorced Parenting: How to make it work.

  • HerbertM. Χωρισμός και Διαζύγιο: Βοηθώντας τα παιδιά να το αντιμετωπίσουν.  Επιμ. Παπαδιώτη-Αθανασίου, Β. Ελληνικά Γράμματα. Αθήνα, 1998. 

  • Χατζηχρήστου, Χ. Ο χωρισμός των γονιών, το διαζύγιο και τα παιδιά. Εκδ. Ελληνικά Γράμματα. Αθήνα, 1999.

   


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου