Του ΝΙΚΟΥ Κ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΥ*
|
1. Από τη σκοπιά του κλάδου μου, δηλαδή του Συνταγματικού Δικαίου, η μακρόχρονη στέρηση της επικοινωνίας ενός παιδιού με τον πατέρα ή με τη μητέρα του, συνιστά βάναυση προσβολή των δικαιωμάτων του, όπως τα κατοχυρώνουν το Σύνταγμα, το διεθνές, αλλά και το εσωτερικό δίκαιο.
2. Στην κορυφή των δικαιωμάτων αυτών βρίσκεται το δικαίωμα του παιδιού να ζει και με τους δυο γονείς του. Αν αυτοί έχουν χωρίσει, το ίδιο δικαίωμα επιβάλλει να έχει το παιδί τη δυνατότητα να βλέπει τακτικά και τον γονέα που δεν έχει την επιμέλειά του. Το επιτάσσει εν πρώτοις η προστασία του παιδιού ως (αυτοτελούς) ατόμου, που έχει τη δική του προσωπικότητα, και που γι' αυτό πρέπει να είναι ελεύθερο να συναντά, να συζητεί, να γελά και να κλαίει και με τους δύο γονείς του (άρθρα 21§3 και 5§1 Σ.). Το επιβάλλει, κατά δεύτερο λόγο, η μέριμνα για το παιδί ως μέλους της οικογένειας (άρθρο 21§1 Σ.), η οποία, ως προς αυτό (δηλαδή το παιδί), δεν εξαφανίζεται μετά το διαζύγιο, αλλά εξακολουθεί να παράγει έννομες συνέπειες, αφού η ύπαρξή της δεν προϋποθέτει καν έγκυρο γάμο.
3. Επιτρέπονται άραγε εξαιρέσεις στον ανωτέρω κανόνα, αν το ίδιο το παιδί είναι αυτό που τελικά δεν επιθυμεί να βλέπει τον έναν από τους δύο γονείς; Στο ερώτημα αυτό -πλην εντελώς οριακών περιπτώσεων, τόσο σπάνιων, ώστε να μην αξίζει εδώ να καταπιαστεί κανείς μαζί τους- δεν διστάζω να απαντήσω με ένα όχι. Διότι η έννομη τάξη επιβάλλει να συνεκτιμάται το πραγματικό συμφέρον του παιδιού και όχι οι όποιες επιθυμίες του. Οι τελευταίες, όπως διδάσκει η ψυχολογία, μπορούν εύκολα να αλλάζουν, ανάλογα με τις συνθήκες, τις υποσχέσεις και τις κάθε είδους πιέσεις, στις οποίες, περισσότερο απ' ό,τι ο ενήλικος, το παιδί είναι μοιραία εκτεθειμένο.
4. Τέλος, η παρεμπόδιση και, πολύ περισσότερο, η ουσιώδης παρακώλυση του δικαιώματος επικοινωνίας, προσβάλλει εξ ίσου, αν όχι και πιο βάναυσα, και τα δικαιώματα του θιγόμενου γονέα, ως μέλους της οικογένειας και ως αυτοτελούς προσωπικότητας. Το πραγματικό συμφέρον του παιδιού, εν όψει του οποίου η άσκηση του δικαιώματος αυτού θα μπορούσε ενδεχομένως να υποβληθεί σε περιορισμούς, θα ήταν αδιανόητο να φθάσει έως την πλήρη στέρηση άμεσης επαφής, de facto ή de jure. Μια τέτοια στέρηση, θα ισοδυναμούσε με απάνθρωπη μεταχείριση, την οποία, σε μια πολιτισμένη χώρα, καμιά σκοπιμότητα δεν θα μπορούσε κατά τη γνώμη μου να δικαιολογήσει.
*Καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
2. Στην κορυφή των δικαιωμάτων αυτών βρίσκεται το δικαίωμα του παιδιού να ζει και με τους δυο γονείς του. Αν αυτοί έχουν χωρίσει, το ίδιο δικαίωμα επιβάλλει να έχει το παιδί τη δυνατότητα να βλέπει τακτικά και τον γονέα που δεν έχει την επιμέλειά του. Το επιτάσσει εν πρώτοις η προστασία του παιδιού ως (αυτοτελούς) ατόμου, που έχει τη δική του προσωπικότητα, και που γι' αυτό πρέπει να είναι ελεύθερο να συναντά, να συζητεί, να γελά και να κλαίει και με τους δύο γονείς του (άρθρα 21§3 και 5§1 Σ.). Το επιβάλλει, κατά δεύτερο λόγο, η μέριμνα για το παιδί ως μέλους της οικογένειας (άρθρο 21§1 Σ.), η οποία, ως προς αυτό (δηλαδή το παιδί), δεν εξαφανίζεται μετά το διαζύγιο, αλλά εξακολουθεί να παράγει έννομες συνέπειες, αφού η ύπαρξή της δεν προϋποθέτει καν έγκυρο γάμο.
3. Επιτρέπονται άραγε εξαιρέσεις στον ανωτέρω κανόνα, αν το ίδιο το παιδί είναι αυτό που τελικά δεν επιθυμεί να βλέπει τον έναν από τους δύο γονείς; Στο ερώτημα αυτό -πλην εντελώς οριακών περιπτώσεων, τόσο σπάνιων, ώστε να μην αξίζει εδώ να καταπιαστεί κανείς μαζί τους- δεν διστάζω να απαντήσω με ένα όχι. Διότι η έννομη τάξη επιβάλλει να συνεκτιμάται το πραγματικό συμφέρον του παιδιού και όχι οι όποιες επιθυμίες του. Οι τελευταίες, όπως διδάσκει η ψυχολογία, μπορούν εύκολα να αλλάζουν, ανάλογα με τις συνθήκες, τις υποσχέσεις και τις κάθε είδους πιέσεις, στις οποίες, περισσότερο απ' ό,τι ο ενήλικος, το παιδί είναι μοιραία εκτεθειμένο.
4. Τέλος, η παρεμπόδιση και, πολύ περισσότερο, η ουσιώδης παρακώλυση του δικαιώματος επικοινωνίας, προσβάλλει εξ ίσου, αν όχι και πιο βάναυσα, και τα δικαιώματα του θιγόμενου γονέα, ως μέλους της οικογένειας και ως αυτοτελούς προσωπικότητας. Το πραγματικό συμφέρον του παιδιού, εν όψει του οποίου η άσκηση του δικαιώματος αυτού θα μπορούσε ενδεχομένως να υποβληθεί σε περιορισμούς, θα ήταν αδιανόητο να φθάσει έως την πλήρη στέρηση άμεσης επαφής, de facto ή de jure. Μια τέτοια στέρηση, θα ισοδυναμούσε με απάνθρωπη μεταχείριση, την οποία, σε μια πολιτισμένη χώρα, καμιά σκοπιμότητα δεν θα μπορούσε κατά τη γνώμη μου να δικαιολογήσει.
*Καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 11/06/2005
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου