Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2011

Η τυπολογία του έλληνα πατέρα και ο ρόλος της στην ανάπτυξη της ενσυναίσθησης και της αυτοεκτίμησης των παιδιών σχολικής ηλικίας. No2



 Η τυπολογία του έλληνα πατέρα και ο ρόλος της στην ανάπτυξη της  ενσυναίσθησης και της αυτοεκτίμησης των παιδιών σχολικής ηλικίας. No2



Κεφάλαιο 3: Η ενσυναίσθηση (empathy)

Ο άνθρωπος από τη φύση του είναι κοινωνικό όν. Μία σημαντική λειτουργία του εγκεφάλου του είναι η ικανότητα που έχει να συμβιώνει σε ομάδες και να αλληλεπιδρά με τους άλλους. Αυτό με τη σειρά του απαιτεί να μπορεί να τους κατανοεί, να μοιράζεται συναισθήματα μαζί τους και να προβλέπει τη συμπεριφορά τους (Singer, 2006). Μια σχετική ικανότητα με τα ανωτέρω είναι να μπορεί να βιώνει ενσυναίσθηση (empathy), που ως διαδικασία είναι πολύπλοκη και πολυδιάστατη. Πριν την ορίσουμε, πρέπει να πούμε πως για πάνω από 200 χρόνια οι επιστήμονες, οι φιλόσοφοι και οι άλλοι θεωρητικοί έχουν προσπαθήσει να την κατανοήσουν και να την εξηγήσουν (Davis, 2006). Παρόλη όμως την προσπάθεια, η γνώση παρέμεινε για πολλά χρόνια περιορισμένη. Αυτό συνέβη για δύο κυρίως λόγους: Πρώτον, γιατί κάποιες από τις επικρατούσες θεωρίες διατύπωναν πως η ενσυναίσθηση είναι μια ασήμαντη πλευρά της ανθρώπινης φύσης και δεύτερον, την ίδια
εποχή δεν μπορούσαν να διεξαχθούν αυστηρές επιστημονικές έρευνες, ώστε να διατυπωθούν οι σχετικοί, λειτουργικοί ορισμοί της και να επεξηγηθούν οι διάφορες διαστάσεις της (Zahn-Waxler & Radke-Yarrow, 1990). Όμως, τα τελευταία 30 χρόνια τα πράγματα έχουν αλλάξει,τα ερευνητικά δεδομένα για την ενσυναίσθηση είναι πολυάριθμα και η σχετική γνώση έχει αρκετά διευρυνθεί (Moore, 1990).

Η ενασχόληση πολλών επιστημόνων όλο αυτό το χρονικό διάστημα, είχε ως αποτέλεσμα, πέραν της απόκτησης γνώσεων, να διατυπωθούν και πάρα πολλοί ορισμοί για την ενσυναίσθηση (De Vignemont & Singer, 2006). Ένας από αυτούς την ορίζει, ως τη συναισθηματική ανταπόκριση ενός ατόμου (αντικειμένου), στη συναισθηματική κατάσταση ήτη θέση κάποιου άλλου (υποκειμένου). Αυτή η συναισθηματική ανταπόκριση του αντικειμένου, είναι σχεδόν ταυτόσημη ή παρόμοια με τη συναισθηματική κατάσταση που βιώνει το υποκείμενο ή με αυτή που πρόκειται να βιώσει (Eisenberg, Spinrad, & Sadovsky,2006). Για παράδειγμα, εάν ένας άνθρωπος παρατηρεί κάποιον άλλο που νιώθει λυπημένος και νιώσει και αυτός λύπη, τότε λέμε ότι βιώνει ενσυναίσθηση. Όμως, η βίωση αυτή(ενσυναίσθηση) προϋποθέτει τη διαφοροποίηση του εαυτού από τον άλλο (Decety & Lamm,2006. Hoffman, 2000).

Σύμφωνα με τους De Vignemont & Singer (2006), ενσυναίσθηση υπάρχει όταν: α) το άτομο (αποδέκτης των συναισθημάτων) βιώνει μια συναισθηματική κατάσταση β) αυτή η κατάσταση είναι ισόμορφη με τη συναισθηματική κατάσταση του άλλου γ) προκαλείται την παρατήρηση ή τη φαντασία της συναισθηματικής κατάστασης του άλλου και δ) το άτομο γνωρίζει ότι αυτή η συναισθηματική κατάσταση πηγάζει από το άλλο πρόσωπο.

Παρότι οι ορισμοί που έχουν προταθεί είναι αρκετοί, οι ερευνητές από κοινού συμφωνούν ότι η ενσυναίσθηση ενσωματώνει δύο διαστάσεις: α) Τη γνωστική (cognitivedimension) και β) τη συναισθηματική διάσταση (affective dimension) (Jackson, Meltzoff, &Decety, 2005). Η γνωστική - η οποία θεωρείται από πολλούς ταυτόσημη με τη «θεωρία του νου» (theory of mind) - αφορά την ικανότητα του ατόμου να κατανοεί μια κατάσταση ανησυχίας, να αποδίδει στους άλλους νοητικές καταστάσεις, να αναγνωρίζει τα συναισθήματα τους και με βάση αυτά να προβλέπει τη συμπεριφορά τους (Singer, 2006). Η συναισθηματική αφορά την ικανότητα του ατόμου να μπορεί να μοιράζεται, να βιώνει ή νοεράνα ταυτίζεται με τα συναισθήματα κάποιου άλλου (Knafo, Van Hulle, Zahn-Waxler,Robinson, & Rhee, 2008). Η διάσταση αυτή (συναισθηματική) αναπτύσσεται νωρίτερα στον άνθρωπο, από ότι η γνωστική, διότι το συμπαθητικό (limbic) και το παρασυμπαθητικό (paralimbic) σύστημα που είναι υπεύθυνα για τη συναισθηματική διάσταση της ενσυναίσθησης, αναπτύσσονται νωρίτερα από τις περιοχές που είναι υπεύθυνες για τη γνωστική φύση της, όπως ο προμετωπιαίος και ο κροταφικός φλοιός (Singer, 2006. Hein &Singer, 2008). Κατά καιρούς, πολλές έρευνες έχουν διαφοροποιηθεί ως προς την έμφαση που δίνουν σε κάποια από τις δύο διαστάσεις, με κάποιες να επικεντρώνονται περισσότερο στη γνωστική, ενώ κάποιες άλλες στη συναισθηματική (Lizarraga, Ugarte, Cardelle – Elawar,Iriarte, Baquedano, 2003. Shechtman, 2002). Ωστόσο, όλοι δέχονται πως καμία από τις δύο διαστάσεις δεν αναιρεί την ύπαρξη της άλλης, αντίθετα, τόσο σε νευρολογική όσο και ψυχολογική βάση αλληλεπιδρούν, καθώς επίσης αμφότερες υφίστανται αναπτυξιακές αλλαγές κατά την παιδική και την εφηβική ηλικία (Singer, 2006). Πολλές φορές δε, έχει παρατηρηθεί η γνωστική διάσταση να είναι αναπτυγμένη σε κάποια άτομα, ενώ η συναισθηματική όχι. (Shechtman, 2002).

Στις περισσότερες καταστάσεις, η ενσυναίσθηση προκαλεί δύο συναισθηματικές αντιδράσεις, τη συμπόνια (sympathy) και την ενσυναίσθητη προσωπική ανησυχία (personaldistress) (Zahn-Waxler & Radke-Yarrow, 1990), που κάποιοι τις θεωρούν συνώνυμες με την ενσυναίσθηση. Πρέπει όμως να τονιστεί, πως είναι διακριτές τόσο από την ενσυναίσθηση όσο και μεταξύ τους, τουλάχιστο σε εννοιολογικό επίπεδο. Επειδή όμως προκαλούνται από την ενσυναίσθηση, είναι συνήθως δύσκολο να διαφοροποιηθούν από αυτή στην εμπειρική έρευνα (Zhou et al., 2002).

Η συμπόνια ορίζεται ως η συναισθηματική αντίδραση που προκαλείται στο άτομο από την παρατήρηση και την κατανόηση της συναισθηματικής κατάστασης κάποιου άλλου, η οποία περιλαμβάνει αισθήματα θλίψης ή ενδιαφέροντος γι΄ αυτόν και διάθεση για ανακούφιση του από τα αρνητικά συναισθήματα (Eisenberg et al., 1994. Eisenberg et al.,2006). Όμως, τα συναισθήματα του παρατηρητή είναι διαφορετικά από του πάσχοντος. Για παράδειγμα, αν ένα αγόρι δει ένα θλιμμένο κορίτσι και δείξει ενδιαφέρον για το πρόβλημα ή την κατάσταση του, τότε εκφράζει συμπόνια, εφόσον δεν βιώνει το ίδιο συναίσθημα. Η συμπόνια σε μια τέτοια περίπτωση είναι πιθανόν να προκαλείται από τη γνωστική φύση της ενσυναίσθησης ή από τη μνημονική ανάκληση κάποιας παρόμοιας προσωπικής συναισθηματικής κατάστασης με αυτής του πάσχοντος (Eisenberg et al., 2006).

Η ενσυναίσθητη προσωπική ανησυχία ορίζεται ως η αρνητική αντίδραση του ατόμου(ενόχληση, ανησυχία, ντροπή ...) στη συναισθηματική κατάσταση ή τη συμπεριφορά κάποιου άλλου (Zahn-Waxler & Radke-Yarrow, 1990). Άλλοτε προκαλείται από τα πολύ υψηλά επίπεδα ενσυναίσθησης (Hoffman, 2000), άλλοτε από τη μνημονική ανάκληση παρόμοιων εμπειριών και ενίοτε μέσω της γνωστικής φύσης της ενσυναίσθησης (Eisenberg et al., 2006).


3.1. Η ενσυναίσθηση ως βίωμα και οι συνέπειες της στον άνθρωπο

Δύο σημαντικοί στόχοι των ανθρώπων είναι η επιβίωση τους και η αναπαραγωγή, οι οποίοι επιτυγχάνονται κυρίως μέσω των κοινωνικών σχέσεων που δημιουργούν. Επομένως,είναι πολύ βασικό οι άνθρωποι να σχηματίζουν και να διατηρούν κοινωνικές σχέσεις. Σύμφωνα με τους ειδικούς, η σημαντικότερη λειτουργία της ενσυναίσθησης είναι να βοηθήσει τους ανθρώπους προς αυτή την κατεύθυνση. Μάλιστα, η ενδυνάμωση των σχέσεων συντελείται, μέσω της ενσυναίσθησης, με τρεις κυρίως τρόπους: Πρώτον, εναρμονίζει τις δράσεις των ανθρώπων με τρόπο γρήγορο και αυτοματοποιημένο, γεγονός που τους επιτρέπει να δρουν συλλογικά και αποτελεσματικά σε περίπτωση που δεχτούν κάποια απειλή. Δεύτερον, τους βοηθά να κατανοούν ο ένας τον άλλο, να καταλαβαίνουν τις προθέσεις και τα κίνητρα τους και έτσι να προβλέπουν τις συμπεριφορές τους (Preston & de Waal, 2002. DeVignemont & Singer, 2006). Τρίτον, σηματοδοτεί αλληλεγγύη και ενότητα. Όταν τα άτομα αισθάνονται ότι μοιράζονται κοινά συναισθήματα, αποδεικνύουν ο ένας στον άλλο ότι έχουν κοινά ενδιαφέροντα και πεποιθήσεις και πείθονται περισσότερο για τη σταθερότητα των σχέσεων τους (Preston & de Waal, 2002). Αυτό έχει ως συνέπεια, να γίνονται πιο πολύ συνεργατικοί, να αναπτύσσουν από νωρίς προκοινωνική συμπεριφορά, να διευκολύνουν επικοινωνία μεταξύ τους και να συμβάλλουν στην κοινωνική συνοχή και σταθερότητα (DeVignemont & Singer, 2006).
Οι άνθρωποι που βιώνουν ενσυναίσθηση, δείχνουν κατανόηση στα συναισθήματα των άλλων και συνεπώς, ωθούνται πιο πολύ στο να μειώσουν την ανησυχία τους ή να τους παρηγορήσουν. Ιδιαίτερα τα παιδιά και οι έφηβοι που βιώνουν ενσυναίσθηση, επιδεικνύουν θετική συμπεριφορά και αναπτύσσουν καλύτερες κοινωνικές δεξιότητες (Eisenberg & Fabes,1990). Μάλιστα, σε μετρήσεις που βασίστηκαν σε αυτοαναφορές τους, βρέθηκε πως η ενσυναίσθηση είναι ο σημαντικότερος παράγοντας για την ανάπτυξη της προκοινωνικής συμπεριφοράς τους (Eisenberg et al., 2006. Roberts & Strayer, 1996), του αλτρουισμού και της αναστολής της επιθετικότητας τους (Miller & Eisenberg, 1988). Σε άλλες έρευνες έχει δειχτεί πως συνδέεται με τη συναισθηματική εκφραστικότητα του ατόμου (Roberts & Strayer,1996), τη δημιουργία και τη διατήρηση της φιλίας (Hay, 1994), τη βελτίωση των οικογενειακών σχέσεων (Guerney, 1988, όπως αναφέρει η Lizarraga et al., 2003) και τον εθελοντισμό (Unger & Thumluri, 1997).

Πρέπει όμως να επισημανθεί, πως τα άτομα με πολύ υψηλά επίπεδα ενσυναίσθησης αντιμετωπίζουν άλλου τύπου συναισθηματικά προβλήματα, όπως για παράδειγμα είναι«εξαρτημένα», γεγονός που δρα εις βάρος της αυτο-δραστηριοποίησης και της ανάπτυξηςτους, αφού διαρκώς βιώνουν τα προβλήματα των άλλων ως δικά τους (Zahn -Waxler &Radke-Yarrow, 1990), ενώ ενδέχεται να παρουσιάσουν ακόμη και καταθλιπτική συμπτωματολογία στο μέλλον (Zahn-Waxler, Cole, & Barrett, 1991).

Αντιθέτως, τα άτομα με χαμηλά επίπεδα ενσυναίσθησης θεωρείται πως παρουσιάζουν άλλου είδους προβλήματα συμπεριφοράς, που μπορεί να κυμαίνονται από τις απλές απειλές,την ανυπακοή, την άσκηση σωματικής βίας έως τις διαταραχές διαγωγής (Achenbach &Edelbrock, 1979) και την εκδήλωση επιθετικότητας προς τους άλλους (Miller & Eisenberg,1988). Σε ότι αφορά την επιθετικότητα, έχει βρεθεί πως σχετίζεται κυρίως με τη συναισθηματική διάσταση της ενσυναίσθησης και όχι τόσο με τη γνωστική (Shechtman, 2002). Σύμφωνα με την Eisenberg et al. (2006), η χαμηλή ενσυναίσθηση σχετίζεται με την ανταγωνιστικότητα, την παραβατικότητα, τον εκφοβισμό (bullying) και την τάση για ψυχωτισμό. Τέλος, έχει βρεθεί πως τα άτομα που αποτυγχάνουν να αναπτύξουν ενσυναίσθηση υπολείπονται ικανοτήτων αυτοδιαχείρισης, αυτεπίγνωσης και κατανόησης των αναγκών των άλλων, καθώς και κοινωνικής ευαισθησίας, σχετικά με το πώς οι άλλοι βιώνουντις ανάγκες και τις συναισθηματικές καταστάσεις τους. Επίσης, αποτυγχάνουν να εμπλακούν σε παραγωγικούς κοινωνικούς ρόλους και μοιάζουν απόμακρα και ασυγκίνητα (Goleman,1995). Τα παιδιά και κυρίως οι έφηβοι με χαμηλά επίπεδα ενσυναίσθησης είναι επιρρεπήστην ανάπτυξη αντικοινωνικής διαταραχής, δύσκολα αισθάνονται τύψεις (AmericanPsychiatric Association, 1994) και έχουν τάσεις αυτοκαταστροφικής συμπεριφοράς (Hare,1993).


3.2. Η εκδήλωση της ενσυναίσθησης στον άνθρωπο

Από τη γέννηση τους και μέσα στις πρώτες μέρες της ζωής τους τα βρέφη δείχνουν κάποια πρωτογενή στοιχεία ενσυναίσθητης ανταπόκρισης, αφού για παράδειγμα αντιδρούνμε κλάμα στη θέα ή το άκουσμα ενός άλλου μωρού που κλαίει, γεγονός που υποδηλώνει μια πολύ πρώιμη μορφή ενσυναίσθησης και αποδεικνύει τη «βιολογική ετοιμότητα» της. Σε ηλικία μόλις δέκα εβδομάδων τα βρέφη μπορούν να διακρίνουν την ευτυχία από τη λύπη στο πρόσωπο της μητέρας και υπό κάποιες συνθήκες να εναρμονίσουν τα συναισθήματα τους με της μητέρας τους (Haviland & Lelivica, 1987, όπως αναφέρουν οι Zahn-Waxler & Radke-Yarrow, 1990). Πρέπει όμως εδώ να σημειωθεί, ότι σε αυτό το στάδιο ανάπτυξης, δεν μπορούν ακόμη να διαφοροποιήσουν τον εαυτό τους από τον άλλο, τουλάχιστο σε ότι αφορά τη συναισθηματική τους κατάσταση (Hoffman, 2000). Αργότερα, στην ηλικία του ενός έτους, αναζητούν ανακούφιση στη δική τους ανησυχία, την οποία βιώνουν επειδή έχουν εκτεθεί στην ανησυχία ενός άλλου προσώπου (Hay, Nash, & Pedersen, 1981).

Φτάνοντας στην ηλικία των δύο ετών, τα βρέφη αρχίζουν να διαφοροποιούνται από τη συναισθηματική κατάσταση των άλλων, προσπαθούν να κατανοήσουν τη σωματική και ψυχολογική κατάσταση τους και ως προς ένα βαθμό εμπλέκονται σε προκοινωνικές πράξεις. Έτσι, προσπαθούν να παρηγορήσουν τα άλλα πρόσωπα, χρησιμοποιώντας διαδικασίες τις οποίες όμως θεωρούν παρηγορητικές πρωτίστως για τον εαυτό τους. Ταυτόχρονα, αρχίζουν τα πρώτα σημάδια βίωσης ενοχικών συναισθημάτων (Zahn-Waxler, Robinson, & Emde,1992. Hoffman, 2000. Robinson, Zahn-Waxler, Emde, 1994) και περί το τέλος του 2ου έτους αρχίζουν να μιλούν για συναισθήματα, να περιγράφουν εσωτερικές καταστάσεις (Zahn-Waxler & Radke-Yarrow, 1990), να αναγνωρίζουν βασικές ανάγκες άλλων ατόμων και να βιώνουν ενσυναίσθηση και συμπόνια για ένα μεγαλύτερο εύρος συναισθηματικών καταστάσεων (Hoffman, 1982). Στην ανάπτυξη της ενσυναίσθησης στη συγκεκριμένη ηλικία,συμβάλλουν διάφοροι περιβαλλοντικοί παράγοντες, κυρίως όμως οι γονείς, οι οποίοι βρίσκονται σε μια διαρκή καθημερινή αλληλεπίδραση μαζί τους (Robinson, Zahn-Waxler Emde, 1994). Πρέπει όμως εδώ να σημειωθεί, ότι οι παραπάνω θεωρήσεις είναι ασύμβατεςμε την ψυχαναλυτική και την κοινωνικογνωστική θεωρία, σύμφωνα με τις οποίες τα παιδιά σε αυτή την ηλικία εμφανίζονται εγωκεντρικά, ανίσχυρα και κοινωνικά ανάρμοστα. Η συνειδητότητα τους και η συμπόνια προς τους άλλους εξελίσσονται αργότερα, κατά τη διάρκεια της νηπιακής και της μέσης παιδικής ηλικίας (Zahn-Waxler & Radke-Yarrow, 1990).

Κατά τη νηπιακή ηλικία, η ενσυναίσθηση των παιδιών αυξάνεται σε σχέση με τα προηγούμενα στάδια, ενώ οι σημαντικές αλλαγές αφορούν κυρίως τη γνωστική φύση της(Strayer & Roberts, 1997). Όσο τα παιδιά μεγαλώνουν και μπαίνουν στην παιδική ηλικία αρχίζουν να βιώνουν ενσυναίσθηση για τους άλλους ακόμη και όταν δεν είναι παρόντες ή για ομάδες και κοινωνικές τάξεις ανθρώπων που δοκιμάζονται από δυσκολίες. Οι αλλαγές αυτές συνεχίζονται και στην εφηβεία, όπου ο τρόπος βίωσης της ενσυναίσθησης μοιάζει με των ενηλίκων. Αυτό οφείλεται κυρίως στη γνωστική ωριμότητα των παιδιών και στις περισσότερες συναισθηματικές εμπειρίες και βιώματα τους (Eisenberg et al., 2006).


3.3. Παράγοντες ανάπτυξης της ενσυναίσθησης

α. Νευροβιολογικοί – γενετικοί παράγοντες

Η υποδηλούμενη «βιολογική ετοιμότητα» της ενσυναίσθησης, παρατηρούμενη ακόμη και από την πρώτη βρεφική ηλικία, έστρεψε την έρευνα στη μελέτη της νευροβιολογικής -γενετικής βάσης της. Πολύ πρόσφατα ερευνητικά ευρήματα, κάνουν λόγο για συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου που εμπλέκονται στην εμφάνιση, την ανάπτυξη και την εκδήλωση της ενσυναίσθησης. Συγκεκριμένα, για τη συναισθηματική διάσταση της αναφέρονται: η πρόσθια περιοχή της νήσου (anterior insula), ο πρόσθιος προσαγώγιος φλοιός (anteriorcingulate cortex), η παρεγκεφαλίδα (cerebellum), το στέλεχος του εγκεφάλου (brainstem) καιο σωματο-αισθητηριακός φλοιός (somatosensory cortex) (Decety & Lamm, 2006. Hein &Singer, 2008. Jackson, Meltzoff, & Decety, 2005. Singer, 2006). Στις έρευνες αυτές, οι συμμετέχοντες παρακολουθούσαν βίντεο, εικόνες, σλάιτς, που έδειχναν ανθρώπους οι οποίοι υποβάλλονταν σε δοκιμασίες πόνου. Με τη χρήση λειτουργικής μαγνητικής τομογραφίας(fMRI studies), καταγραφόταν η ενεργοποίηση των ανωτέρω περιοχών. Επιπροσθέτως, σε σχετικές έρευνες έχουν αναφερθεί και άλλες περιοχές του εγκεφάλου, οι οποίες σχετίζονται με την ενσυναίσθηση, όπως: ο κοιλιακός πλάγιος προμετωπιαίος φλοιός (ventrolateral prefrontal cortex) (Knafo et al., 2008), η αμυγδαλή (amygdala) και το καθρεπτικό νευρικό σύστημα (mirror neuron system) (Pfeifer, Iacoboni, Mazziotta, & Dapretto, 2007).

Σε ότι αφορά τη σχέση γονιδίων και ενσυναίσθησης, ο Knafo et al. (2008) κάνουν λόγο για την ανάγκη περαιτέρω διερεύνησης της σχέσης της ενσυναίσθησης με το γονίδιο υποδοχέα AVPR1a, το οποίο σχετίζεται με τον αλτρουισμό και τον αυτισμό, δηλαδή τις δύο ακραίες πλευρές της ενσυναίσθησης. Από νευροβιολογικής άποψης, ο Shirtcliff et al. (2009) μιλούν για την έμμεση σχέση της ενσυναίσθησης με την κορτιζόλη (cortisol) και τον υποθαλάμιο – υποφυσιακό – επινεφριδιακό άξονα (HPA axis).

Σε ότι αφορά τη γνωστική διάσταση της, οι περιοχές που κυρίως εμπλέκονται στηνανάπτυξη και την εκδήλωση της είναι ο προμετωπιαίος (pre-frontal) και ο κροταφικός φλοιός(temporal cortex) ο μεσαίος προμετωπιαίος λοβός (medial pre-frontal lobe - mPfC) και η οπίσθια ανώτερη κροταφική αύλακα (posterior superior temporal sulcus - STS), περιοχές που ανήκουν στον νέο - φλοιό (neo-cortex) (Singer, 2006). Ενεργοποιούνται δε κατά τη διαδικασία της κατανόησης των σκέψεων, των προθέσεων, των πεποιθήσεων των άλλων,καθώς και κατά την παρακολούθηση και την κατανόηση από το άτομο των δικών του νοητικών καταστάσεων. Είναι περιοχές που αναπτύσσονται αργότερα, σε σχέση με αυτές που είναι υπεύθυνες για τη συναισθηματική διάσταση της ενσυναίσθησης (Singer, 2006).

β. Ατομικοί παράγοντες

Οι ατομικές διαφορές επηρεάζουν τον τρόπο έκφρασης της ενσυναίσθησης και την πορεία της ανάπτυξης της. Αυτό είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης των ατόμων με τοπεριβάλλον, των μαθησιακών εμπειριών τους και της κληρονομικότητας, εφόσον έχει δειχτεί πως η ενσυναίσθηση είναι και κληρονομική (Zahn-Waxler & Radke-Yarrow, 1990).
Η ιδιοσυγκρασία, η ικανότητα πρόσληψης των πληροφοριών, η αυτορρύθμιση(Robinson, Zahn–Waxler, & Emde, 1994), η αποκλίνουσα – δημιουργική σκέψη, η ψυχολογική ανθεκτικότητα (Strayer & Roberts, 1989), η επίγνωση (Hoffman, 2000. Roberts& Strayer, 1996) και η αυτορρύθμιση των προσωπικών συναισθημάτων (Eisenberg et al.,1994) είναι παράγοντες που επίσης σχετίζονται με την ενσυναίσθηση. Άλλοι σημαντικοί παράγοντες είναι η δυνατότητα ικανοποίησης των συναισθηματικών αναγκών του ατόμου και της ανάγκης του να νιώθει ασφάλεια (ιδιαίτερα στην παιδική ηλικία) (Hoffman, 2000), η ανάπτυξη της αίσθησης μοναδικότητας και διαφοροποίησης από τους άλλους, καθώς επίσης η ικανότητα αναγνώρισης από το άτομο ότι οι άλλοι μπορεί να έχουν διαφορετικές ιδέες αυτό και να βιώνουν μοναδικά συναισθήματα (Karr-Morse, & Wiley, 1997, όπως αναφέρει οSwick, 2005).

Δύο ακόμη σημαντικοί παράγοντες στην ανάπτυξη της ενσυναίσθησης είναι η ηλικία του ατόμου και το φύλο. Σ’ ότι αφορά την ηλικία, φαίνεται πως η ενσυναίσθηση – στη συναισθηματική της διάσταση - αυξάνεται με την πάροδο των χρόνων και κυρίως στην παιδική και την εφηβική ηλικία (Litvack-Miller, McDougall, & Romney, 1997. Shechtman,2002). Αυτό συμβαίνει, διότι κατά την περίοδο των αλλαγών, μεταβάλλονται ταυτόχρονα οι γενετικοί, οι περιβαλλοντικοί, οι ψυχολογικοί παράγοντες καθώς και η μεταξύ τους σχέση, καθώς όλοι αυτοί επηρεάζουν την ανάπτυξη της ενσυναίσθησης (Knafo et al., 2008).

Σχετικά με το φύλο έχει βρεθεί πως οι γυναίκες επιδεικνύουν μεγαλύτερη ενσυναίσθηση από τους άντρες, σε όλες σχεδόν τις ηλικίες, τη βρεφική – νηπιακή (Zahn-Waxler et al., 1992), την παιδική, την προεφηβική (Fisch, Homer, Galiardo, & Zabolotnaia,(nd). Litvack-Miller et al., 1997. Shirtcliff et al., 2009), την εφηβική (Roberts & Strayer,1996), αλλά και αργότερα στην ενήλικη ζωή (Koestner et al., 1990). Οι διαφορές αυτές έχουν μεγαλύτερο εύρος, κυρίως σε έρευνες που χρησιμοποιούν κλίμακες αυτοαναφοράς,μικρότερο εύρος σε έρευνες που διεξάγονται σε συνθήκες εργαστηρίου, ενώ δεν υφίστανται σε μετρήσεις, όπου ο ερευνητής παρατηρεί τις μη λεκτικές αντιδράσεις (των υποκειμένων)στις συναισθηματικές καταστάσεις των άλλων (Eisenberg & Randy, 1983). Οι διαφορές αυτές πέραν του ότι παρατηρούνται σχεδόν σε όλες τις ηλικίες είναι και διαπολιτισμικές (Fisch et al., nd).

Οι διαφορές φύλου, σύμφωνα με τους ερευνητές, οφείλονται σε νευροβιολογικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Έχει παρατηρηθεί, πως οι νευρωνικές δομές, που είναιυπεύθυνες για την ενσυναίσθηση, ενεργοποιούνται διαφορετικά στους άντρες και στις γυναίκες, με τους άντρες να χρησιμοποιούν περισσότερο τις περιοχές που είναι υπεύθυνες για τη γνωστική διάσταση της ενσυναίσθησης και τις γυναίκες τις περιοχές που είναι υπεύθυνες για τη συναισθηματική της διάσταση (Schulte-Ruther, Markowitsch, Shah, Fink, Piefke,2008. Shirtcliff et al., 2009). Τη διαφορετικότητα αυτή μεταξύ των δύο φύλων, έρχεται να υπερτονίσει και το γεγονός ότι ψυχιατρικές διαταραχές και ψυχώσεις, όπως η διαταραχή διαγωγής, η αντικοινωνική διαταραχή της προσωπικότητας και ο αυτισμός, που χαρακτηρίζονται από έλλειψη ενσυναίσθησης, συναντώνται κατά κύριο λόγο στους άντρες(Chakrabarti & Baron-Cohen, 2006). Επίσης, οι διαφορές φύλου είναι πιθανόν να οφείλονται στο διαφορετικό τρόπο ανατροφής και κοινωνικοποίησης των δύο φύλων, αφού τα κορίτσια δέχονται πιο επιτακτικές και συστηματικές πιέσεις για να δείχνουν πιο ευγενικά, ευαίσθητακαι συμπονετικά σε σχέση με τα αγόρια (Roberts & Strayer, 1996). Αυτές οι πιέσεις εκφράζονται μέσω των γονεϊκών πρακτικών, ενώ ταυτόχρονα «επιβάλλονται» και από άλλους πολιτισμικούς θεσμούς και παραδόσεις (Zahn-Waxler et al., 1992), κάνοντας αρκετούς να υποστηρίζουν ότι ο δυτικός πολιτισμός είναι αυτός που «μπλοκάρει» την ενσυναίσθηση των αγοριών (Pollack, 2000).

γ. Άλλοι παράγοντες

Εκτός από τα ατομικά χαρακτηριστικά, η εκδήλωση ενσυναίσθησης εξαρτάται και από τα χαρακτηριστικά της κατάστασης υπό την οποία λαμβάνει χώρα (Davis, 2006). Για παράδειγμα, η ενσυναίσθητη αντίδραση εξαρτάται από το επίπεδο της συναισθηματικής σχέσης, μεταξύ αυτού που τη βιώνει και του προσώπου που πονά. Όσο πιο δυνατή είναι αυτήη σχέση, τόσο πιο μεγάλη είναι η ενσυναίσθηση που βιώνεται (Decety & Lamm, 2006.Preston & de Waal, 2002). Εξαρτάται επίσης από την ομοιότητα ή την οικειότητα των εμπλεκομένων προσώπων και από το αν το συναίσθημα που εκδηλώνει αυτός που πονά,απευθύνεται σε αυτόν που βιώνει την ενσυναίσθηση (Vignemont & Singer, 2006). Επίσης,από το σκοπό της ενσυναίσθησης και από την ένταση και το είδος του συναισθήματος που εκδηλώνεται (Hein & Singer, 2008), αφού για παράδειγμα τα πρωτεύοντα συναισθήματα όπως ο φόβος, η θλίψη, η ευτυχία, προκαλούν ευκολότερα ενσυναίσθηση σε σχέση με τα δευτερεύοντα, όπως η ζήλια (De Vignemont & Singer, 2006).

δ. Οικογενειακοί παράγοντες

Η οικογένεια είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες της ανάπτυξης ή μη της ενσυναίσθησης των παιδιών (Swick, 2005). Για παράδειγμα, ο Barnett (1987) πρότεινε πως το οικογενειακό περιβάλλον που ικανοποιεί τις συναισθηματικές ανάγκες των παιδιών,που ευνοεί την έκφραση των συναισθημάτων και ενθαρρύνει τα παιδιά να αλληλεπιδρούν με τους άλλους ανθρώπους, προάγει την ανάπτυξη της ενσυναίσθησης τους. Επίσης, όταν και οι ίδιοι οι γονείς εκφράζουν τα συναισθήματα τους προς τα παιδιά και προς τα άλλα μέλη της οικογένειας, συμβάλλουν στην ανάπτυξη της ενσυναίσθησης των παιδιών (Zhou et al., 2002).Άλλοι οικογενειακοί παράγοντες που συμβάλλουν θετικά προς την κατεύθυνση αυτή είναι η καλή συζυγική σχέση (Robinson et al., 1994), η δομή της οικογένειας π.χ η ύπαρξη μεγαλύτερων αδελφών (Tucker, Updegraff, McHale, & Crouter, 1999), ο ασφαλής δεσμός του παιδιού με τους γονείς (Eisenberg & Morris, 2001), η ενσυναίσθηση των ίδιων των γονέων – αν και εδώ τα δεδομένα είναι αντιφατικά (Eisenberg et al., 2006. Strayer & Roberts, 1989. Zahn-Waxler & Radke-Yarrow, 1990), η ζεστασιά, η ευαισθησίακαι η ανταπόκριση της μητέρας στις ανάγκες του παιδιού (Robinson et al., 1994), η ευχαρίστηση της από το ρόλο της και τέλος η ανάμιξη του πατέρα στην ανατροφή του παιδιού (Koestner et al., 1990).

Σχετικά με τον τρόπο που οι γονείς μεγαλώνουν τα παιδιά (γονεϊκό στυλ) και τις πρακτικές που χρησιμοποιούν για να τα κοινωνικοποιήσουν, έχει βρεθεί πως αυτοί που υιοθετούν τα χαρακτηριστικά του υποστηρικτικού τύπου γονέα, όπως την κατανόηση(Trommsdorff, 1991), την παροχή επεξηγήσεων (Krevans & Gibbs, 1996), την υποστήριξη(Spinrad et al., 1999), την ανταπόκριση (Gordon, 2003), τη φροντίδα, τη στοργή και τη ζεστασιά (Eisenberg & Morris, 2001), προάγουν την ανάπτυξη της ενσυναίσθησης στα παιδιά. Αν και σε ότι αφορά τη γονεϊκή στοργή τα δεδομένα είναι αντιφατικά, αφού σύμφωνα με τον Koestner et al. (1990), η γονεϊκή στοργή δεν σχετίζεται με την ενσυναίσθηση των παιδιών. Το ίδιο συμβαίνει και με τους τιμωρητικούς γονείς, όπου άλλοτε οι απαγορεύσεις και οι τιμωρίες που εφαρμόζουν επηρεάζουν αρνητικά την ανάπτυξη της ενσυναίσθησης στα παιδιά (Spinrad et al., 1999) και άλλοτε θετικά, ιδιαίτερα όταν τα παιδιά υποπίπτουν σε παραπτώματα και τιμωρούνται από τον πατέρα (Bryant, 1987). Πρέπει εδώ να σημειωθεί, ότιοι διαφοροποιήσεις μεταξύ των ερευνών, σύμφωνα με το Spinrad et al. (1999), είναι πολύ πιθανόν να οφείλονται στο ότι πολλοί ερευνητές δεν κάνουν, όπως θα έπρεπε, την απαιτούμενη διάκριση μεταξύ της ενσυναίσθησης (empathy) και της συμπόνιας (sympathy)(Spinrad et al., 1999). Τέλος, σε ότι αφορά τους επιτρεπτικούς γονείς, έχει βρεθεί πως τα παιδιά τους παρουσιάζουν χαμηλά επίπεδα ενσυναίσθησης και συχνά αναπτύσσουν αντικοινωνική συμπεριφορά (Schaffer, Clark, & Jeglic, 2009).

ε. Αρνητικοί παράγοντες για την ανάπτυξη της ενσυναίσθησης

Σύμφωνα με το Swick (2005) τρεις πολύ σημαντικοί παράγοντες που επιδρούν αρνητικά στην ανάπτυξη της ενσυναίσθησης είναι α) οι ακραίες και γενικευμένες παρανοήσεις και πεποιθήσεις των γονέων για το πώς πρέπει να αναπτύσσονται και να διαπαιδαγωγούνται τα παιδιά, καθώς και για το πώς πρέπει να λειτουργεί η οικογένεια β) οι διαστρεβλωμένες ιδέες σχετικά με τους ρόλους της οικογένειας και γ) η γενικευμένη και μόνιμη αντίληψη κάποιων για το ρόλο της μοίρας στη ζωή του ανθρώπου (μοιρολατρία). Ο συνδυασμός  όλων των ανωτέρω παραγόντων προκαλεί συνήθως παραμέληση,κακομεταχείριση, έλλειψη εμπιστοσύνης μέσα στο οικογενειακό πλαίσιο και παρεμποδίζει την ανάπτυξη της ενσυναίσθησης.
Έχει επίσης βρεθεί πως η αγωνία και η διαρκής ανησυχία της μητέρας (Eisenberg etal., 2006), η εχθρότητα των γονέων απέναντι στα παιδιά (Eisenberg & Morris, 2001) και η γονεϊκή κατάθλιψη (Zahn-Waxler & Radke-Yarrow, 1990), σχετίζονται αρνητικά με την ανάπτυξη της ενσυναίσθησης στα παιδιά. Στην περίπτωση της κατάθλιψης των γονέων, τα παιδιά βιώνουν έντονη ανησυχία και ευθύνη, ενώ θεωρούν τα προβλήματα των γονέων ως δικά τους, δεδομένου ότι στις πολύ μικρές ηλικίες συγχέουν τα όρια μεταξύ του εαυτού τους και των γονέων τους. Το γεγονός αυτό, άλλοτε τα κάνει να υπεραναμειγνύονται στα προβλήματα, στις συναισθηματικές καταστάσεις και στις δυσκολίες των γονέων τους, άλλοτενα αποφεύγουν παντελώς την οποιαδήποτε ανάμιξη (Zahn-Waxler & Radke-Yarrow, 1990).Τέλος, η διαρκής αλληλεπίδραση των παιδιών με τους γονείς, που χαρακτηρίζεται από έντονη ανησυχία και αρνητικά συναισθήματα, μπορεί να επηρεάσει και να μεταβάλλει ακόμη και τη«χημεία του εγκεφάλου» και συγκεκριμένα κάποιες νευρωνικές δομές του κογχομετωπιαίου φλοιού, που είναι υπεύθυνες για την ικανότητα σύνδεσης με τους άλλους, την εμπιστοσύνη και τη βίωση της ενσυναίσθησης, (Karr-Morse & Wiley, όπως αναφέρει ο Swick, 2005).


Κεφάλαιο 4: Η αυτοεκτίμηση (self-esteem)

Η έννοια του εαυτού έχει τραβήξει την προσοχή πολλών συγγραφέων, ποιητών,πολιτικών, φιλοσόφων και κοινωνικών επιστημόνων και έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της ψυχολογίας και ιδιαίτερα της ψυχολογίας της προσωπικότητας. Οι έρευνες σχετικά με τον εαυτό έχουν σχεδόν τριπλασιαστεί τα τελευταία 40 χρόνια και αξίζει να σημειωθεί ότι το ένα έβδομο των δημοσιεύσεων των επιστημονικών περιοδικών της ψυχολογίας εξετάζει τις διάφορες πλευρές του εαυτού (Neiss, Sedikides, & Stevenson, 2002). Μία από αυτές (τις πλευρές) είναι η αυτοεκτίμηση (self-esteem), η οποία θεωρείται σημαντική και μελετάται από πολύ νωρίς στο χώρο της ψυχολογίας και μάλιστα κατά καιρούς θεωρήθηκε ως συνώνυμη μετην έννοια του εαυτού (Cast & Burke, 2002). Σύμφωνα με τους Leary (1999) και Mruk (2006), από το 1890 ο William James, στο πρώτο αμερικάνικο εγχειρίδιο ψυχολογίας,αναφέρει πως η αυτοεκτίμηση είναι ένα από τα παλαιότερα θέματα στο χώρο των κοινωνικών επιστημών και της ψυχολογίας. Έκτοτε, η έννοια έχει μελετηθεί σε βάθος και το ενδιαφέρον γύρω από το θέμα είναι διαρκώς αυξανόμενο. Μια γρήγορη επισκόπηση στη PsychINFO(βάση δεδομένων) έδειξε πως μέχρι το 2006 είχαν γραφτεί πάνω από 23.215 άρθρα, κεφάλαια και βιβλία, τα οποία εστιάζονταν στην αυτοεκτίμηση, θεωρώντας την έναν πολύ ζωτικό παράγοντα της ανθρώπινης συμπεριφοράς (Mruk, 2006).

Όμως, παρόλη τη γνώση που έχει συσσωρευτεί όλα αυτά τα χρόνια, πολλά θεμελιώδη ερωτήματα δεν έχουν πλήρως απαντηθεί. Για παράδειγμα, γιατί η αυτοεκτίμηση θεωρείται σημαντική; Την έχουν όλοι οι άνθρωποι ανάγκη; Γιατί καθορίζεται κυρίως από το πώς πιστεύουν οι άνθρωποι ότι αξιολογούνται από τους άλλους; Η χαμηλή αυτοεκτίμηση προκαλεί ψυχολογικά προβλήματα και αν ναι, γιατί; Η ενδυνάμωση της θα μειώσει πράγματι τα ψυχολογικά και τα κοινωνικά προβλήματα των ατόμων κ.λπ (Leary, 1999);

Κατά καιρούς έχουν δοθεί πολλοί ορισμοί για την αυτοεκτίμηση, οι οποίοι διαφοροποιούνται ανάλογα με την εστίαση που γίνεται στον καθένα, καθότι άλλοτε θεωρείται«καθολική» (global self-esteem) ή «συγκεκριμένη ή κατά τομείς» (specific – domain self-esteem), άλλοτε «σταθερή» (stable self-esteem) ή «ασταθής» (unstable self-esteem) και άλλοτε «υψηλή» (high self-esteem) ή «χαμηλή» (low self-esteem) (Mruk, 2006). Γενικότερα όμως, ορίζεται ως η καθολική, συναισθηματική ή αξιολογική εκτίμηση του ατόμου, η οποία αντανακλά το βαθμό που το άτομο σκέφτεται θετικά ή αρνητικά για τον εαυτό του (Neiss etal., 2002) και εμπεριέχει δύο διακριτές διαστάσεις: την ικανότητα (competence) και την αξία (worth). Η ικανότητα αναφέρεται στο βαθμό που το άτομο βλέπει τον εαυτό του ικανό και αποτελεσματικό και η αξία στο κατά πόσο το άτομο αισθάνεται ότι είναι σημαντικό και αξίζει (Cast & Burke, 2002. Herz & Gullone, 1999). Οι δύο αυτές διαστάσεις βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση και σε συνδυασμό δημιουργούν την αυτοεκτίμηση (Mruk, 2006).Οδηγούν δε την έρευνα στη συνεξέταση της με μια άλλη πολύ σημαντική μεταβλητή αυτήτου πολιτισμού (ατομικιστικός - κολεκτιβιστικός), όπου για παράδειγμα, οι Tafarodi &Swann Jr. (1996) βρήκαν πως ενώ οι πολιτισμοί αναγνωρίζουν στο άτομο την ανάγκη να επιδεικνύει «ικανότητα» και να αισθάνεται «άξιο», παρόλα αυτά δίνουν έμφαση σε μία από τις δύο διαστάσεις, ανάλογα με τις πολιτισμικές αξίες που υιοθετούν. Έτσι, οι δυτικοί(ατομικιστές) υπερτονίζουν το ρόλο της ικανότητας στην αυτοεκτίμηση, επειδή αυτή οδηγεί στον ατομικισμό και την επιτυχία. Αντίθετα, οι ανατολικοί (κολεκτιβιστές) θεωρούν σημαντική τη διάσταση της αξίας στην αυτοεκτίμηση, αφού ο πολιτισμός τους δίνει έμφαση στη συλλογικότητα και τις διαπροσωπικές σχέσεις, μέσω των οποίων λειτουργεί και διατηρείται ο κοινωνικός ιστός.


4.1. Είδη και διαστάσεις της αυτοεκτίμησης

Η αυτοεκτίμηση μπορεί να είναι «καθολική» (global self-esteem) ή «συγκεκριμένη –κατά τομείς» (domain - specific self-esteem) (Harter, 1999). Η «καθολική» απεικονίζει μια συνολική κρίση του ατόμου για τον εαυτό του, ενώ η «συγκεκριμένη» την εκτίμηση του για επιμέρους τομείς του εαυτού του, όπως την ακαδημαϊκή επίδοση, τη φυσική εμφάνιση, την αθλητική ικανότητα, τη σχέση με τους συνομήλικους, τη συμπεριφορά (Neiss et al., 2002). Η«καθολική» αυτοεκτίμηση είναι περισσότερο συναισθηματική και σχετίζεται κυρίως με την ψυχολογική ευεξία του ατόμου, ενώ η «συγκεκριμένη» είναι περισσότερο αξιολογική,ενσωματώνει γνωστικά στοιχεία και σχετίζεται κυρίως με τη συμπεριφορά του. Οι ανωτέρω διαφοροποιήσεις δεν σημαίνουν πως κάποια μπορεί να είναι σημαντικότερη από την άλλη,αντίθετα και οι δυο θεωρούνται σημαντικές και αμοιβαία επιδρούν η μια στην άλλη. Η παράλειψη κατά καιρούς πολλών ερευνητών να κάνουν την απαραίτητη διάκριση μεταξύ των δύο, είχε ως αποτέλεσμα να υπάρξουν πολλές παρανοήσεις σχετικά με τη διερεύνηση της αυτοεκτίμησης (Rosenberg, Schooler, Schoenbach, & Rosenberg, 1995).

Επιπλέον, η αυτοεκτίμηση ενσωματώνει δύο θεμελιώδη συστατικά στοιχεία: α) το επίπεδο (level), το οποίο αφορά το βαθμό που το άτομο αποδέχεται και εκτιμά τον εαυτό του και με βάση αυτό διακρίνεται σε «υψηλή» (high self-esteem), «χαμηλή» (low self-esteem) και «μεσαία» (medium self-esteem) – η οποία (μεσαία) δεν έχει ερευνηθεί αρκετά, παρότι αφορά ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων και αναφέρεται, άλλοτε ως η μέση κατάσταση μεταξύ της υψηλής και της χαμηλής αυτοεκτίμησης και άλλοτε ως είδος με τα δικά του μοναδικά χαρακτηριστικά (Mruk, 2006) β) τη σταθερότητα (stability) που αφορά τη μεταβλητότητά της μέσα σε κάποιο χρονικό διάστημα και τη σπουδαιότητα που δίνει το άτομο στις διακυμάνσεις της. Η αυτοεκτίμηση σε αυτή την περίπτωση διακρίνεται σε σταθερή (stable self-esteem) και ασταθής (unstable self-esteem) (Mruk, 2006. Neiss et al., 2002. Neiss, Sedikides, &Stevenson, 2006). Υπό αυτή την έννοια είναι μια δυναμική διαδικασία, μη στατική, που υπόκειται σε διαρκείς αλλαγές. Οι διαβαθμίσεις της οφείλονται κυρίως στις επιτυχίες ή τις αποτυχίες του ατόμου, τις προσδοκίες του, τον τρόπο που βιώνει τις εμπειρίες (θετικές ή αρνητικές) και τον τρόπο που αξιολογεί τα γεγονότα (Baldwin & Hoffmann, 2002. Kernis,Cornell, Ru Sun, Berry, & Harlow, 1993). Η μέτρηση της γίνεται πολλές φορές, μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα, π.χ μία ή δύο φορές τη μέρα για 4 έως 7 ημέρες και αξιολογείται με βάση το τι αισθάνονται τα υποκείμενα τη στιγμή που συμπληρώνουν το εργαλείο μέτρησης της (Kernis, Brown, & Brody, 2000). Η «ασταθής» σχετίζεται άμεσα με την χαμηλή αυτοεκτίμηση (Kernis et al., 2000), ενώ τα άτομα που τη διαθέτουν χαρακτηρίζονται από αυξημένο ενδιαφέρον για τη γνώμη των άλλων, διακρίνονται για την ευαισθησία τους στα αξιολογικά συμβάντα, καθώς και για την υπέρμετρη εμπιστοσύνη τους στην κοινωνική προέλευση της αξιολόγησης (Kernis et al., 1993). Συγκρινόμενα με τα άτομα που διαθέτουν σταθερή αυτοεκτίμηση, έχουν υποδεέστερη ψυχολογική προσαρμογή και ευεξία (Kernis etal., 2000).

Δύο ακόμη σημαντικές διαστάσεις της αυτοεκτίμησης αφορούν το επίπεδο συνειδητότητας της από το άτομο. Η μία αναφέρεται ως «σαφής» (explicit self-esteem) καιαφορά τη συνειδητή και ελεγχόμενη αυτοαξιολόγηση και η άλλη ως «εννοούμενη» (implicitself-esteem) και αφορά την ασυνείδητη και σχετικά μη ελεγχόμενη αυτοαξιολόγηση του ατόμου (DeHart et al., 2006). Ως διαδικασία, η «εννοούμενη» αυτοεκτίμηση είναι αυτοματοποιημένη και επηρεάζει άμεσα το άτομο στον τρόπο που αξιολογεί τον εαυτό του και τις καταστάσεις που σχετίζονται με αυτό. Τα δύο αυτά είδη έχουν σχετικά χαμηλή συσχέτιση, συνιστώντας ουσιαστικά δύο ανεξάρτητες διαδικασίες (Bos, Muris, Mulkens, &Schaalma, 2006). Ένα πρόσωπο μπορεί να διαθέτει ταυτόχρονα υψηλά επίπεδα «σαφούς» και«εννοούμενης» αυτοεκτίμησης, ενώ κάποιο άλλο μπορεί να διαθέτει υψηλό στη μια και χαμηλό στην άλλη. Επιπλέον, αυτά τα επίπεδα μπορεί να διακυμαίνονται πολύ γρήγορα σε χρόνο, τόσο που να φτάνει ακόμη και τα 25 δευτερόλεπτα υπό ορισμένες συνθήκες (Mruk,
2006).


α. Η υψηλή αυτοεκτίμηση (high self-esteem)

Παραδοσιακά, η υψηλή αυτοεκτίμηση έχει θεωρηθεί ως θετικό χαρακτηριστικό της προσωπικότητας, που επιφέρει μόνο επιθυμητά και θετικά αποτελέσματα για το άτομο και συμβάλλει στην ψυχολογική ευεξία του (Bos et al., 2006. Neiss et al., 2006). Ωστόσο,σύγχρονες έρευνες έχουν δείξει πως τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά και πως η υψηλή αυτοεκτίμηση δεν συνεπάγεται πάντα επιθυμητά αποτελέσματα, γεγονός που έχει δημιουργήσει και σύγχυση γύρω από το θέμα (Mruk, 2006). Κάποιοι κάνουν λόγο για τη«σκοτεινή πλευρά» της (“the dark side of self-esteem”), (Baumeister, Smart, & Boden, 1996),θεωρώντας πως υπάρχουν άτομα με σταθερή – υψηλή αυτοεκτίμηση (stable – high self-esteem)και άτομα με ασταθή – υψηλή αυτοεκτίμηση (unstable – high self-esteem) (Kernis & Goldman,2003).

Στην πρώτη περίπτωση, όπου η αυτοεκτίμηση είναι υψηλή και ταυτόχρονα σταθερή,τα αποτελέσματα είναι συνήθως θετικά για το άτομο και μάλιστα η αυτοεκτίμηση δρα άλλοτε ως «θώρακας» προστασίας στις διάφορες αρνητικές ή απειλητικές καταστάσεις και άλλοτε ως κίνητρο που βοηθά το άτομο να ενεργοποιηθεί. Για παράδειγμα, έχει βρεθεί πως η υψηλή αυτοεκτίμηση βοηθά στην αντιμετώπιση των στρεσογόνων καταστάσεων, του άγχους και των τραυματικών εμπειριών (Baumeister, Campbell, Krueger, & Vohs, 2003) και ενεργεί ως προστατευτικός παράγοντας εναντίον της κατάθλιψης και κάποιων αρνητικών συναισθημάτων, βοηθώντας τα άτομα να δημιουργούν και να διατηρούν σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους (Cast & Burke, 2002). Άλλοι ερευνητές έχουν δείξει πως συνδέεται με την επιμονή και την προσπάθεια για την επίτευξη των στόχων (Di Paula & Campbell, 2002), την επαγγελματική επιτυχία (Elliott, 1996), την εξωστρέφεια, την αυτονομία, τη δημιουργία ποιοτικών σχέσεων και τη βίωση ικανοποίησης μέσα από αυτές (Leary & MacDonald, 2003),την αυθεντικότητα (Kernis, 2003), την αυταποδοχή (Kernis & Goldman, 2003), την ευτυχία του ατόμου (Baumeister et al., 2003) την προσαρμογή και την ψυχολογική ευεξία του(DeNeve & Cooper, 1998). Είναι δε σημαντικός παράγοντας για τη γνωστική, κοινωνικο-συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών, σε όλες τις ηλικίες (Bos et al., 2006. Mruk, 2006),αφού έχει δειχτεί πως τα παιδιά με υψηλή αυτοεκτίμηση, είναι αποδεκτά από τους συνομήλικους τους (Paulhus, 1998), έχουν υψηλές ακαδημαϊκές επιδόσεις (Bos et al., 2006 αποδίδουν τις επιτυχίες στον εαυτό τους και όχι στην τύχη, ενώ πιστεύουν ότι είναι έξυπνα και ικανά (Sonnak & Towell, 2001). Επίσης, εμπιστεύονται τις ιδέες τους, αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, εξερευνούν το περιβάλλον, δοκιμάζουν νέα πράγματα, είναι περήφανα για τηνεργασία τους, προσαρμόζονται εύκολα στις αλλαγές, είναι ανεκτικά στις απογοητεύσεις και τις ματαιώσεις και διαχειρίζονται καλύτερα τις επικρίσεις και τα πειράγματα των άλλων(Harter, 2006).

Από την άλλη, είναι αρκετές οι έρευνες που υποστηρίζουν ότι η υψηλή αυτοεκτίμηση συνδέεται και με κάποια αρνητικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του ανθρώπου. Για παράδειγμα, έχει παρατηρηθεί πως κάποιοι άνθρωποι με ασταθή - υψηλή αυτοεκτίμηση είναι πιθανό να είναι μεροληπτικοί προς τους άλλους, να κάνουν την επιτυχία τους αυτοσκοπό(Baumeister et al., 2003), να περιαυτολογούν και να καυχώνται στους φίλους τους για τις επιτυχίες τους (Kernis & Goldman, 2003), να κατηγορούν τους άλλους για τις αδυναμίες τους και να κάνουν συγκρίσεις με τέτοιο τρόπο, που να υποβιβάζουν τους άλλους (Harter, 1999).Έχει επίσης βρεθεί, πως τηρούν εν γένει αμυντική στάση (Crocker & Park, 2004) και όταν βρεθούν μπροστά σε διφορούμενες, αρνητικές καταστάσεις τείνουν να μεγαλοποιούν τα γεγονότα, να αποδίδουν κακοήθεις σκοπούς στους άλλους και να αφήνουν υπονοούμενα(Kernis & Goldman, 2003). Τέλος, γίνονται ναρκισσιστές (Baumeister, Bushman, Campbell,2000. Sedikides, Rudich, Gregg, Kumashiro, Rusbult, 2004) και αναπτύσσουν αντικοινωνική συμπεριφορά (επιθετικότητα, εκφοβισμό κ.λπ), ιδιαίτερα όταν αντιμετωπίζουν καταστάσεις,όπου νομίζουν ότι απειλείται το «εγώ» τους (Baumeister et al., 1996, 2000).

β. Η χαμηλή αυτοεκτίμηση (low self-esteem)

Ενώ η γενική παραδοχή σχετικά με την υψηλή αυτοεκτίμηση είναι ότι συνδέεται με θετικά αποτελέσματα για το άτομο (Neiss et al., 2006) και συσχετίζεται με την ικανότητα του να αντιμετωπίζει αποτελεσματικότερα τα προβλήματα της ζωής (Heaven & Ciarrochi, 2008),η χαμηλή αυτοεκτίμηση συνδέεται με ποικιλία συναισθηματικών δυσκολιών και προσωπικών προβλημάτων (Leary, 1999), καθώς επίσης και με μια πληθώρα νοητικών διαταραχών (Mruk,2006). Για παράδειγμα, ένας μεγάλος αριθμός ερευνών έχει δείξει πως η απόρριψη, η δυσκολία δημιουργίας σχέσεων και οι αποτυχημένες προσπάθειες αποδοχής από τους άλλους,είναι συνακόλουθα της χαμηλής αυτοεκτίμησης (Leary, 1999).

Άνθρωποι που έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση, είναι συνήθως επισφαλείς, ντροπαλοί, υπερευαίσθητοι, αποφεύγουν το ρίσκο, νιώθουν πως απειλούνται, κρατούν αμυντική στάση, είναι συναισθηματικά ασταθείς, απαισιόδοξοι, αισθάνονται μοναξιά και αποξένωση υποκύπτουν εύκολα στις προθέσεις και το κύρος των άλλων (Baumeister et al., 2000.Rosenberg & Owens, 2001) και επιδεικνύουν αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές (Heaven &Ciarrochi, 2008). Επίσης, σύμφωνα με τους Leary & MacDonald (2003), «η χαμηλή αυτοεκτίμηση συνδέεται με την δυσθυμική διαταραχή, τη μείζονα κατάθλιψη, τις διαταραχές άγχους, τις διαταραχές διατροφής, τη σεξουαλική δυσλειτουργία, την παθολογική ντροπή, τις απόπειρες αυτοκτονίας και μια σειρά από διαταραχές της προσωπικότητας τόσο στα παιδιά όσο και στους ενήλικες» (p. 412).

Σε πολλές έρευνες έχει δειχτεί πως υπάρχει σημαντική συσχέτιση της χαμηλής αυτοεκτίμησης με τη βίαιη και επιθετική συμπεριφορά (Baumeister et al., 2000). Αυτό πιθανώς συμβαίνει, διότι οι άνθρωποι που υπολείπονται αυτοεκτίμησης, ελπίζουν ότι μπορεί να την κερδίσουν μέσω της επιθετικότητας και της κυριαρχίας τους επί των άλλων. Σ’ αυτή την περίπτωση η βία δρα ως μέσο αυτοενίσχυσης ή ως μέσο αυτοπροστασίας τους, μην τυχόν και απολέσουν την ήδη υπάρχουσα (Baumeister et al., 1996).

Σε ότι αφορά τα παιδιά, η χαμηλή αυτοεκτίμηση φαίνεται πως επηρεάζει αρνητικά πολλούς τομείς της προσωπικότητας τους. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τη Harter (2006):

Τα παιδιά με χαμηλή αυτοεκτίμηση δεν εμπιστεύονται τις ιδέες τους, αποφεύγουν τις νέες προκλήσεις, δεν είναι περίεργα, δεν εξερευνούν, διστάζουν να δράσουν, μόνο παρατηρούν, αποσύρονται και είναι απόμακρα, περιγράφουν αρνητικά τους εαυτούς τους, δεν είναι περήφανα για την εργασία τους, ... εγκαταλείπουν εύκολα την προσπάθεια όταν απογοητεύονται, αντιδρούν ανώριμα στο στρες και ανάρμοστα στα απρόβλεπτα γεγονότα (p. 515).

Η χαμηλή αυτοεκτίμηση τους επηρεάζει αρνητικά τις επιδόσεις τους στο σχολείο, την κοινωνική λειτουργικότητά τους, τις σχέσεις τους με τους συνομήλικους (Bos et al., 2006),καθώς και τον τρόπο που βιώνουν τις εμπειρίες τους. Τα παιδιά αυτά τείνουν να χρεώνουν τις αποτυχίες στον εαυτό τους (Bos et al., 2006) και να αποδίδουν την επιτυχία τους σε εξωγενείς παράγοντες π.χ στην τύχη και να πιστεύουν πως η επιτυχία δεν τους άξιζε και πως είναι λιγότερο έξυπνα από τους άλλους που πέτυχαν το ίδιο (Sonnak & Towell, 2001).

Αξίζει να σημειωθεί πως τα άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση πολύ δύσκολα δέχονται θετική ανατροφοδότηση από τον εαυτό τους και ευκολότερα από κάποιον ξένο. Όταν όμως πρόκειται να δεχτούν αρνητική ανατροφοδότηση, την αποδέχονται στον ίδιο βαθμό τόσο από τον εαυτό τους όσο και από τους άλλους. Μάλιστα, η χαμηλή αυτοεκτίμηση που διαθέτουν, ανθίσταται στις αλλαγές και συνήθως διατηρείται σε βάθος χρόνου (Josephs, Bosson, &Jacobs, 2003). Αυτό συμβαίνει για τρεις κυρίως λόγους: Πρώτον, τα άτομα αυτά υιοθετούνμόνιμα ένα επιφυλακτικό και αυτο-προστατευτικό διαπροσωπικό στυλ και επιμελώς αποφεύγουν την ταπείνωση και την απώλεια του γοήτρου τους. Επίσης, δεν επιθυμούν να φανούν υπερήφανα και κομπαστικά, προκειμένου να μη ντροπιαστούν σε περίπτωση που οι πράξεις τους δεν συμφωνούν με τις αξιώσεις των άλλων και έτσι καταπνίγουν μέσα τους ακόμη και την επιτυχία, προκειμένου να μην υποπέσουν στην κρίση των άλλων. Δεύτερον, τα απασχολεί διαρκώς η κρίση των άλλων και επειδή βιώνουν διαρκώς το φόβο του αποκλεισμού και της απόρριψης, αισθάνονται πως πρέπει να είναι ευαίσθητα και δεκτικά στις αξιολογήσεις των άλλων. Τρίτον, θεωρούν πως ο εαυτός τους δεν είναι αξιόπιστη πηγή θετικών συναισθημάτων και ανατροφοδότησης και έτσι αρνούνται να τα δεχτούν. Η τάση τους αυτή ίσως παίζει και το σπουδαιότερο ρόλο στη διατήρηση της χαμηλής τους αυτοεκτίμησης σε βάθος χρόνου και στην αντίσταση σε ότι αφορά την αλλαγή της (Josephs,et al., 2003).


4.2 Παράγοντες που καθορίζουν την αυτοεκτίμηση

Όπως προαναφέρθηκε, η αυτοεκτίμηση είναι μια δυναμική, αναπτυξιακή διαδικασία και ως τέτοια επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες κατά την πορεία της ανάπτυξης της. Παρακάτω, γίνεται προσπάθεια ταξινόμησης τους - σύμφωνα με το πως παρουσιάζονται μέσα από τα ερευνητικά ευρήματα - σε ατομικούς, βιολογικούς, κοινωνικούς, οικογενειακούς και άλλους παράγοντες.

α. Ατομικοί παράγοντες

Σύμφωνα με τη Harter (1999), για την ανάπτυξη και τη διατήρηση της αυτοεκτίμησης πολύ σπουδαίο ρόλο παίζει η αντίληψη που έχουν οι άνθρωποι για το κατά πόσο είναι ικανοί σε τομείς που είναι σημαντικοί γι’ αυτούς. Όταν η άποψη τους είναι θετική και πιστεύουν ότι μπορούν να τα καταφέρουν σε κάποιο τομέα, επιλέγουν να ασχοληθούν περισσότερο με αυτόν, γεγονός που αυξάνει τις πιθανότητες να πετύχουν το στόχο τους, άρα να αυξήσουν περισσότερο την αυτοεκτίμηση τους και να τύχουν επιδοκιμασίας και υποστήριξης από τους άλλους (π.χ γονείς, συνομήλικους, φίλους, συνεταίρους). Η επιλογή συγκεκριμένων τομέων και καταστάσεων από το άτομο, με βάση την αυτοαξία του, επηρεάζει ταυτόχρονα και τη συμπεριφορά του, τις δραστηριότητες που αναλαμβάνει, καθώς και το χρόνο που εμπλέκεται σε αυτές (Crocker & Park, 2003).

Σημαντικές για την αυτοεκτίμηση θεωρούνται και οι αυτο-αξίες του ατόμου, οι οποίες συνδέονται άμεσα με την ταυτότητα και την αίσθηση μοναδικότητας του, άσχετα από την κοινωνική τάξη και το πολιτισμικό του υπόβαθρο (Mruk, 2006). Πρέπει να σημειωθεί, ότι η επιβεβαίωση της προσωπικής ταυτότητας από το ίδιο το άτομο, δημιουργεί αισθήματα επάρκειας και αξίας, γεγονός που αυξάνει και την αυτοεκτίμηση του. Το ίδιο συμβαίνει, όταν η ταυτότητα του επιβεβαιωθεί και από την ομάδα που ανήκει, εφόσον έτσι υποδηλώνεται η έγκριση και η αποδοχή του ως μέλος αυτής της ομάδας (Cast & Burke, 2002).

Ένας σημαντικός αριθμός ερευνών τονίζει τη σημαντική επίδραση της ηλικίας στην ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης, η οποία (αυτοεκτίμηση) διακυμαίνεται και διαμορφώνεται κατά την αναπτυξιακή διαδικασία (Baldwin & Hoffmann, 2002). Όμως, οι σχετικές έρευνες δεν έχουν καταλήξει σε ομόφωνα συμπεράσματα σε ότι αφορά τις διακυμάνσεις αυτές. Αυτό συμβαίνει διότι: α) έχουν γίνει πολύ λίγες βιβλιογραφικές ανασκοπήσεις σχετικές με το θέμα β) οι έρευνες έχουν κυρίως επικεντρωθεί στην παιδική και την εφηβική ηλικία και όχι στην ενήλικη ζωή και τα γηρατειά γ) αρκετοί ερευνητές έχουν χρησιμοποιήσει μικρά και ομοιογενή δείγματα στις έρευνες τους και δ) οι περισσότερες έρευνες έχουν επικεντρωθεί μέσα στο ίδιο αναπτυξιακό στάδιο ή σε μια συγκεκριμένη αναπτυξιακή μεταβατική περίοδο(Robins, Trzesniewski, Tracy, Gosling, Potter, 2002).

Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τους Robins & Trzesniewski (2005) και τον Robins et al.
(2002), οι σημαντικότερες αλλαγές στην ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης από την παιδική ηλικία μέχρι το γήρας συμβαίνουν ως εξής:

α) Παιδική ηλικία: Κατά το τέλος της νηπιακής ηλικίας και στις αρχές της παιδικής, τα παιδιά έχουν σχετικά υψηλή αυτοεκτίμηση, η οποία όμως μειώνεται βαθμιαία στα επόμενα χρόνια. Παρόλη όμως τη μείωσή της παραμένει σε σχετικά υψηλά επίπεδα. Αυτό συμβαίνει διότι, όσο πιο μικρά είναι τα παιδιά τόσο πλασματικά και μη ρεαλιστικά αξιολογούν τους εαυτούς τους, μιας και δεν μπορούν ακόμη να εκτιμήσουν τις πραγματικές ικανότητες τους. Καθώς όμως αναπτύσσονται, αυτοαξιολογούνται με βάση την ανατροφοδότηση που λαμβάνουν από εξωτερικούς παράγοντες (δασκάλους, γονείς, συνομήλικους) και έτσι διαμορφώνουν μια πιο ακριβή εικόνα για τον εαυτό τους.

β) Εφηβεία: Στην εφηβεία η αυτοεκτίμηση συνεχίζει να μειώνεται και μάλιστα εντυπωσιακά. Η μείωση αυτή σύμφωνα με τους ερευνητές οφείλεται κυρίως στις μεγάλες αλλαγές που διαδραματίζονται στη συγκεκριμένη αναπτυξιακή φάση, όπως η αλλαγή στο σώμα, η ανάπτυξη της αφαιρετικής σκέψης (σκέψεις για το μέλλον, τις χαμένες ευκαιρίες, τις ανεκπλήρωτες προσδοκίες κ.λπ), οι βιολογικές, κοινωνικές, ψυχολογικές αλλαγές, η«απομάκρυνση» από τους γονείς, οι ακαδημαϊκές δυσκολίες κ.λπ (Bos et al., 2006).
Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι τα ευρήματα για τη συγκεκριμένη ηλικία είναι αντιφατικά, αφού υπάρχουν και έρευνες που κάνουν λόγο για αύξηση της αυτοεκτίμησης κατά την εφηβεία (Chiam, 1987. Mullis, Mullis, & Normandin, 1992) και άλλες που υποστηρίζουν ότι παραμένει εντελώς σταθερή (Chubb, Fertman, & Ross, 1997).

γ) Ενήλικη ζωή: Στην ενήλικη ζωή η αυτοεκτίμηση αυξάνει προοδευτικά, φτάνοντας στο αποκορύφωμα της στην ηλικία των 60 ετών περίπου. Η αύξηση αυτή οφείλεται κυρίως στην επαγγελματική αποκατάσταση του ατόμου, η οποία προάγει την αυτοαξία του, στην αυξημένη ωριμότητα και την ψυχολογική προσαρμογή του, στην κοινωνική του καταξίωση,καθώς και στη συναισθηματική του σταθερότητα.

δ) Γήρας: Οι λίγες έρευνες σχετικά με την αυτοεκτίμηση στην τρίτη ηλικία, δείχνουν πως η αυτοεκτίμηση αρχίζει να μειώνεται όλο και πιο πολύ με την πάροδο των χρόνων, αρχής γενομένης γύρω στην ηλικία των 70 ετών. Η μείωση αυτή οφείλεται σε μια σωρεία αλλαγών που συμβαίνουν στο άτομο, περιλαμβάνοντας τις αλλαγές στους ρόλους (π.χ συνταξιοδότηση), την εμφάνιση προβλημάτων υγείας, την πιθανή απώλεια του συντρόφου,τον τρόπο αντιμετώπισης του πένθους, τη χειροτέρευση της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης, την αλλαγή στον τρόπο αξιολόγησης του εαυτού (πιο μετρημένος, ταπεινός,ισορροπημένος) και τέλος στην αυξημένη προθυμία αναγνώρισης των λαθών και των περιορισμών της ζωής, σε συνδυασμό με τη μειωμένη ανάγκη για θετική παρουσίαση του εαυτού στους άλλους (Robins et al., 2002. Robins & Trzesniewski, 2005).

Ένας άλλος παράγοντας που έχει σημαντική επιρροή στις αλλαγές και την ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης είναι το φύλο (Baldwin & Hoffmann, 2002). Οι έρευνες που αφορούν την παιδική ηλικία είναι αντιφατικές ως προς τα αποτελέσματα τους. Κάποιες προτείνουν πως δεν υπάρχουν διαφορές φύλου στη συγκεκριμένη ηλικία και η αυτοεκτίμηση είναι σχετικά υψηλή και στα δύο φύλα (Furnham & Cheng, 2000. Major, Barr, Zubek, & Babey, 1999. Robins etal., 2002. Robins & Trzesniewski, 2005). Αντίθετα, άλλες υποστηρίζουν πως διαφορές, με τα αγόρια να έχουν μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση σε σχέση με τα κορίτσια (Kling,Hyde, Showers, & Buswell, 1999).

Στην εφηβεία τα πράγματα εμφανίζονται πιο ξεκάθαρα. Τα ερευνητικά δεδομένα συγκλίνουν στην άποψη ότι τα αγόρια έχουν υψηλότερη αυτοεκτίμηση σε σχέση με τα κορίτσια (Bos et al., 2006. Kling et al., 1999. Major et al., 1999. Robinson et al., 2002).Συγκεκριμένα, η αυτοεκτίμηση των κοριτσιών μειώνεται σημαντικά από την ηλικία των 12έως την ηλικία των 17, ενώ στα αγόρια αυξάνεται μέχρι την ηλικία των 14 και μειώνεται κατόπιν μέχρι τα 16. Κατόπιν αρχίζει πάλι να αυξάνεται στις αρχές της ενήλικης ζωής(Baldwin & Hoffmann, 2002). Οι εξηγήσεις που έχουν δοθεί για τις διαφορές αυτές είναι πολλές και αφορούν κυρίως το κοινωνικό πλαίσιο - μέσω των προτύπων που προβάλλει για το «ιδανικό» σώμα, - και τις βιολογικές αλλαγές που συμβαίνουν στα παιδιά στη συγκεκριμένη ηλικία. Τα κορίτσια μπαίνουν συνήθως γρηγορότερα στην εφηβεία σε σχέση με τα αγόρια, έχουν από πιο νωρίς επίγνωση του σώματος τους και είναι πιο ευεπηρέαστα στα μηνύματα που δέχονται σχετικά με το ιδανικό σώμα, το σχήμα και τις διαστάσεις του(λεπτό – ψηλό). Η διαπίστωση τους ότι το ιδανικό σώμα διαφέρει από το δικό τους επηρεάζει αρνητικά την αυτοεκτίμηση τους (Heaven & Ciarrochi, 2008). Τα αγόρια, αντιθέτως, δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην αρρενωπότητα και τη μυώδη εμφάνιση και επηρεάζονται λιγότερο από την εικόνα του σώματος τους. Η μείωση της αυτοεκτίμησης και στα δύο φύλα έχει να κάνει επίσης και με τον τρόπο που τα παιδιά αντιμετωπίζουν τις δυσκολίες, τις απαιτήσεις και τις αλλαγές που συμβαίνουν στο σχολικό περιβάλλον π.χ το πέρασμα από το γυμνάσιο στο λύκειο, ο βαθμός δυσκολίας των μαθημάτων, ο μεγαλύτερος ανταγωνισμός (Baldwin &Hoffmann, 2002).

Τέλος, σύμφωνα με τις μετα-αναλύσεις του Major et al. (1999) και του Kling et al.(1999), στην ενήλικη ζωή συνεχίζουν να υπάρχουν οι ίδιες διαφορές, σε μικρότερο όμως βαθμό, ενώ κατά την τρίτη ηλικία περιορίζονται και ίσως εξαφανίζονται. Για παράδειγμα, οΚling et al. (1999) δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν διαφορές φύλου στο επίπεδο της αυτοεκτίμησης σε έρευνες που αφορούσαν άτομα ηλικίας άνω των 60 ετών.

β. Βιολογικοί, κληρονομικοί παράγοντες

Μία νέα τάση στην έρευνα για την αυτοεκτίμηση είναι η διερεύνηση της κληρονομικότητας και της επίδρασης της στο επίπεδο (level) και τη σταθερότητα (stability)της. Παρότι τα σχετικά ερευνητικά δεδομένα είναι λιγοστά, φαίνεται πως η κληρονομικότητα σε συνδυασμό πάντα με το περιβάλλον, παίζει σπουδαίο ρόλο στην ανάπτυξη της, γεγονός που αποδεικνύεται και από την ομοιότητα που παρατηρείται στο επίπεδο της μεταξύ αδελφών(Neiss, Sedikides, & Stevenson, 2002).

Σε ότι αφορά το επίπεδο της καθολικής αυτοεκτίμησης (level of global self-esteem)στην παιδική ηλικία, τα ευρήματα είναι αντιφατικά, αφού στη μέτρηση της μέσω αναφορών των δασκάλων και των μητέρων των παιδιών, η κληρονομικότητα παίζει ρόλο σε ποσοστό πάνω από 60% στη διαμόρφωση της. Αντιθέτως, σύμφωνα με τις αυτοαναφορές των παιδιών η κληρονομικότητα φαίνεται να μην έχει σημαντική επίδραση (Neiderhiser & McGuire,1994). Στην εφηβεία, επίσης, τα δεδομένα είναι αντιφατικά. Σύμφωνα με το Neiss et al.(2006), σε όλη αυτή την περίοδο καθώς και στην προεφηβεία, η κληρονομικότητα παίζει σπουδαίο ρόλο στην ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης. Σύμφωνα όμως με άλλους ερευνητές αυτό δεν ισχύει (McGuire, Neiderhiser, Reiss, Hetherington, & Plomin, 1994). Σε άλλες έρευνες η κληρονομικότητα εμφανίζεται να είναι σημαντική μόνο στα μέσα της εφηβικής περιόδου και όχι στην αρχή της (McGuire et al., 1999), ενώ σε ότι αφορά την ενήλικη ζωή, φαίνεται πως επιδρά αποφασιστικά στην ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης, τόσο στις γυναίκες (Roy, Neale, & Kendler, 1995), όσο και στους άντρες (Kendler, Gardner, Prescott, 1998).

Σχετικά με το επίπεδο της συγκεκριμένης – κατά τομείς αυτοεκτίμησης (level of domain- specific self-esteem), τα ερευνητικά δεδομένα συγκλίνουν στην άποψη ότι η κληρονομικότητα παίζει σπουδαίο ρόλο στην ανάπτυξη των επιμέρους τομέων της (π.χ διαπροσωπική, αθλητική, ακαδημαϊκή ικανότητα, φυσική εμφάνιση, κοινωνική αποδοχή),γεγονός που παρατηρείται στην παιδική ηλικία (Neiderhiser & McGuire, 1994) την εφηβεία (McGuire et al., 1994), αλλά και στην ενήλικη ζωή (McGue, Hirsch, & Lykken, 1993).

Σχετικά με τη σταθερότητα της αυτοεκτίμησης (stability of self-esteem), τα αποτελέσματα των σχετικών ερευνών αναδεικνύουν και εδώ τη σημαντική επίδραση της κληρονομικότητας, τόσο στη σταθερότητα της «καθολικής αυτοεκτίμησης» (McGuire et al.,1999. Neiss et al., 2006. Roy et al., 1995) όσο και της «συγκεκριμένης αυτοεκτίμησης»(McGuire et al., 1999. Neiderhiser & McGuire, 1994).

Πρέπει σε αυτό το σημείο να αναφερθεί πως όλες οι ανωτέρω έρευνες, που εξετάζουν την κληρονομικότητα σε σχέση με το επίπεδο και τη σταθερότητα της αυτοεκτίμησης,ταυτόχρονα συνεξετάζουν τη σημαντική επίδραση που ασκεί το οικογενειακό περιβάλλον στην ανάπτυξη και τη διατήρηση της και μάλιστα εκείνο (το περιβάλλον), όπου επιτρέπει σταάτομα να βιώνουν μοναδικά τις εμπειρίες τους και δεν υιοθετεί την ομοιομορφική αντιμετώπιση των μελών του.


γ. Κοινωνικοί παράγοντες

Όπως προαναφέρθηκε, η αυτοεκτίμηση αντανακλά σε μεγάλο βαθμό την αποδοχή ή την απόρριψη, καθώς και τη θετική ή την αρνητική αξιολόγηση που το άτομο εισπράττει από τους άλλους (Leary, 1999). Έτσι, στην παιδική ηλικία σπουδαίο ρόλο στη διαμόρφωση καιτην ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης παίζουν οι κρίσεις και η αποδοχή των γονέων, ενώ αντίστοιχα στην εφηβική ηλικία οι κρίσεις και η αποδοχή των συνομήλικων (Clark & Barber,1994), των δασκάλων, των προπονητών, των γειτόνων κ.λπ (Leary & MacDonald, 2003), οι οποίοι αποτελούν πλέον τους «σημαντικούς άλλους» για τα παιδιά.

Πολλοί ερευνητές τονίζουν επίσης τη σπουδαιότητα του τρόπου με τον οποίο τα άτομα βιώνουν τις διάφορες καταστάσεις και τα γεγονότα της ζωής τους, ανεξάρτητα από την ηλικία τους. Για παράδειγμα, οι συνεχείς δυσκολίες αντιμετώπισης κάποιων γεγονότων,άλλοτε διακυβεύουν την αυτοεκτίμηση του ατόμου (Baldwin & Hoffmann, 2002) και άλλοτε επηρεάζουν αρνητικά και την αποδοχή του από τους άλλους. Για παράδειγμα, όταν το άτομο επιτυγχάνει, αξιολογείται θετικά και τυγχάνει της αποδοχής των άλλων, γεγονός που συμβάλλει στην αύξηση της αυτοεκτίμησης του. Το αντίθετο μπορεί να συμβεί σε περίπτωση αποτυχίας του (Leary, 1999).

Μια άλλη σειρά ερευνητικών ευρημάτων αφορά τον τρόπο που οι κοινωνικές αξίες επηρεάζουν την αυτοεκτίμηση. Κατά καιρούς έχει δοθεί έμφαση σε δύο κυρίως όψεις τους:
α) αυτή που αφορά την κοινωνική διάρθρωση (stratification hypothesis), η οποία δίνει έμφαση στην κοινωνικοοικονομική τάξη που ανήκει το άτομο και μελετά τη διαμόρφωση της αυτοεκτίμησης μέσα από τις αξίες που υιοθετούνται από τη συγκεκριμένη κοινωνικοοικονομική τάξη και β) αυτή που αφορά τις μικρο-ομάδες με τα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά (subcultural hypothesis), η οποία τονίζει τη σημασία των αξιών που προβάλλονται μέσα από τις μικρο-ομάδες π.χ την οικογένεια και τη γειτονιά. Σύμφωνα με τους ερευνητές, παρότι και οι δύο υποθέσεις είναι ενεργές, η δεύτερη είναι πιο σημαντική για την αυτοεκτίμηση, διότι στις μικρο-ομάδες οι αξίες διαμορφώνονται νωρίτερα, βιώνονται αμεσότερα και έχουν ισχυρότερη και μονιμότερη επιρροή στο άτομο, σε σχέση με αυτές που προβάλλονται από την ευρύτερη κοινωνικοοικονομική τάξη στην οποία ανήκει (Mruk, 2006).

Τέλος, στις μετα-αναλύσεις των Gray-Little & Hafdahl (2000) και Twenge & Crocker(2002), παρατηρήθηκαν και εθνικές διαφορές στην αυτοεκτίμηση, αφού βρέθηκε πως οι Μαύροι έχουν υψηλότερη αυτοεκτίμηση από τους Λευκούς και ακολουθούν οι Λατίνοι, οι Ινδιανο-αμερικάνοι, με τελευταίους τους Ασιάτες. Ωστόσο, οι διαφορές αυτές δεν είναι παγιοποιημένες και είναι δυνατόν να τροποποιηθούν κατά τη διάρκεια της ζωής, αφού για παράδειγμα, σύμφωνα με τους ανωτέρω ερευνητές, εθνικές διαφορές δεν υφίστανται μέχρι τις αρχές της εφηβείας, ενώ στις ηλικίες από 61 έως 70 ετών οι Λευκοί φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση από τους Μαύρους.

δ. Οικογενειακοί παράγοντες

Τα ερευνητικά δεδομένα συγκλίνουν στην άποψη, πως ο σημαντικότερος παράγοντας που επηρεάζει την ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης είναι οι γονείς και η οικογένεια (Neiss et al.,2002). Αυτό συμβαίνει διότι η αυτοεκτίμηση διαμορφώνεται κυρίως μέσω της αλληλεπίδρασης με τους άλλους και μάλιστα τους «σημαντικούς άλλους», που στα πρώτα χρόνια της ζωής του παιδιού είναι οι γονείς (Dehart et al., 2006). Μάλιστα, τα δύο σημαντικά συστατικά της, η αξία (worthiness) και η ικανότητα (competence), διαμορφώνονται πρώτα μέσα στην οικογένεια, αφού καθώς το παιδί έρχεται στον κόσμο, περιβάλλεται αμέσως από ένα σύστημα που διαρκώς δομεί τις αξίες του για το τι είναι καλό ή κακό, επιθυμητό ή ανεπιθύμητο, άξιο ή ανάξιο κ.λπ. Πρέπει να σημειωθεί ότι η «αξία», ως συστατικό της αυτοεκτίμησης, δομείται πριν από την «ικανότητα», η οποία αρχίζει να αναπτύσσεται στην ηπιακή ηλικία, δηλαδή ξανά μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον (Mruk, 2006).

Η γονεϊκή αποδοχή, η ενθάρρυνση, το ενδιαφέρον, η συμμετοχή των γονέων στη ζωή του παιδιού και η υποστηρικτική συμπεριφορά τους έχει βρεθεί πως σχετίζονται θετικά με την αυτοεκτίμηση (Buri et al., 1986. Clark & Barber, 1994. Felson & Zielinski, 1989).Λέγοντας υποστηρικτική συμπεριφορά εννοούμε τη συμπεριφορά που εκδηλώνουν οι γονείς προς το παιδί, η οποία το κάνει να αισθάνεται άνετα στην παρουσία τους και του επιβεβαιώνει πως είναι επιθυμητό και αποδεκτό από αυτούς (Felson & Zielinski, 1989).

Σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης παίζει επίσης ο τρόπος που τα παιδιά εκλαμβάνουν τη σχέση μεταξύ των γονέων τους. Όταν τη θεωρούν ποιοτική και ανθεκτική, αναπτύσσουν υψηλή αυτοεκτίμηση, ενώ αντίθετα, όταν τη βιώνουν αδύνατη και μη σταθερή στρεσάρονται, δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις ανησυχίες τους και αναπτύσσουν χαμηλή αυτοεκτίμηση (Baldwin & Hoffmann, 2002).

Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας για την ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης είναι και η δομή της οικογένειας. Για παράδειγμα, η έρευνα των McCormick & Kennedy (2000), έδειξε πως τα παιδιά των χωρισμένων γονέων, τόσο στην παιδική όσο και στην εφηβική ηλικία,εμφανίζουν χαμηλότερη αυτοεκτίμηση σε σχέση με τα παιδιά των μη χωρισμένων γονέων. Σε μια άλλη έρευνα οι Clark & Barber (1994), έδειξαν πως τα παιδιά επηρεάζονται ακόμη και από την ύπαρξη άλλων αδελφών στην οικογένεια, αφού σύμφωνα με αναφορές τους, εκείνα που πίστευαν ότι ο πατέρας τους δείχνει μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τα αδέλφια τους,παρουσίαζαν χαμηλότερη αυτοεκτίμηση, σε σχέση με τα παιδιά που πίστευαν ότι ο πατέρας τους ενδιαφέρεται εξίσου για τα αδέλφια τους και για τα ίδια.

Σχετικά με το φύλο των γονέων φαίνεται κι αυτό να ασκεί βασική επίδραση στην αυτοεκτίμηση των παιδιών, αφού σύμφωνα με τους Richards, Gitelson, Petersen, & Hurtig(1991), οι έφηβοι που θεωρούν το γονέα του αντίθετου φύλου υποστηρικτικό και τρυφερό παρουσιάζουν μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση από εκείνους (τους εφήβους) του ιδίου φύλου με το γονέα. Πρέπει όμως εδώ να τονιστεί, ότι ανεξάρτητα από το φύλο, όταν η υποστηρικτικότητα μετατρέπεται σε υπερπροστασία και η βοήθεια παρέχεται πέραν του δέοντος, τότε τα παιδιά αναπτύσσουν χαμηλή αυτοεκτίμηση (DeHart et al., 2006).

Σε ότι αφορά τη γονεϊκή τυπολογία, μεγάλος αριθμός ερευνών καταδεικνύει ότι υπάρχει σημαντική συσχέτιση μεταξύ της αυτοεκτίμησης και του τρόπου που οι γονείς ασκούν τα καθήκοντά τους, ανεξάρτητα από τη μέτρηση που χρησιμοποιείται, την ηλικία των συμμετεχόντων και το πολιτισμικό τους πλαίσιο (Furnham & Cheng, 2000). Σύμφωνα με τις έρευνες αυτές, η αυτοεκτίμηση των παιδιών αυξάνεται όταν οι γονείς τους είναι στοργικοί,αποδεκτικοί, ανταποκριτικοί στις ανάγκες τους (Buri et al., 1986. Leary & MacDonald, 2003)και υποστηρικτικοί (Baumrind, 1971. Furnham & Cheng, 2000). Αντίθετα, τα παιδιά που θεωρούν ότι οι γονείς τους είναι υβριστικοί, απορριπτικοί, μη ανταποκριτικοί, αδιάφοροι(Leary & MacDonald, 2003) και αυταρχικοί έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση (Furnham & Cheng,2000. Heaven & Ciarrochi, 2008). Μάλιστα, η Baumrind (1971), σε ότι αφορά το αυταρχικό στυλ γονέων, αναφέρει πως «είναι ιδιαίτερα βλαβερό για την αυτοεκτίμηση των παιδιών».Τέλος, τα παιδιά των επιτρεπτικών γονέων παρουσιάζουν συνήθως χαμηλή αυτοεκτίμηση σεσχέση με αυτά των υποστηρικτικών (Furnham & Cheng, 2000. Mruk, 2006). Αυτό συμβαίνειλόγω της ασυνέπειας των μηνυμάτων που στέλνουν οι γονείς, οι οποίοι, αν και είναι τρυφεροί και στοργικοί μέχρις ενός σημείου, στέλνουν στα παιδιά το μήνυμα πως δεν νοιάζονται γι’αυτά, αφού δεν τους θέτουν όρια και κανόνες. Έτσι, αδυνατούν να δομήσουν μια ποιοτικότερη σχέση μαζί τους (DeHart et al., 2006).

ε. Παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά την αυτοεκτίμηση

Πέραν των αρνητικών επιπτώσεων που μπορεί να έχει το γονεϊκό στυλ και διάφοροι άλλοι κοινωνικοί, οικογενειακοί ή ατομικοί παράγοντες στην ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης, ο σημαντικότερος ίσως αρνητικός παράγοντας για την ανάπτυξη της είναι η βίαιη σωματική και η σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών. Τα παιδιά που έχουν βιώσει τέτοιου είδους εμπειρίες,δύσκολα αναπτύσσουν αυτοεκτίμηση, κατηγορούν τον εαυτό τους γι’ αυτό που τους συνέβη,ενώ ταυτόχρονα αισθάνονται ενοχές και αντιμετωπίζουν τον κόσμο ως απειλητικό και επισφαλή (Westen & Heim, 2003).



Κεφάλαιο 5: Θεωρητικά και εμπειρικά δεδομένα γύρω από την τυπολογία του πατέρα και τα ψυχοκοινωνικά χαρακτηριστικά των παιδιών -Ερευνητικές υποθέσεις


5.1. Θεωρητική θεμελίωση της παρούσας έρευνας

Στην παρούσα έρευνα εξετάζεται η τυπολογία του έλληνα πατέρα (υποστηρικτικός,αυταρχικός, επιτρεπτικός, αυστηρός) και ο ρόλος της στην ανάπτυξη της ενσυναίσθησης και της αυτοεκτίμησης των παιδιών της προεφηβικής ηλικίας (9 έως 12 ετών). Σ’ ό,τι αφορά την αυτοεκτίμηση μελετάται το επίπεδο της «καθολικής» και της «συγκεκριμένης – κατά τομείς»αυτοεκτίμησης των παιδιών – και συγκεκριμένα η αυτοαντίληψη τους για τη σχολική τους ικανότητα, τις σχέσεις με τους συνομήλικους, την αθλητική ικανότητα, τη φυσική εμφάνιση και τη διαγωγή – συμπεριφορά τους.

Η συγκεκριμένη έρευνα πραγματοποιήθηκε για τρεις κυρίως λόγους:

Πρώτον, επειδή παγκοσμίως είναι σπάνιες οι έρευνες για την τυπολογία του πατέρα,αφού η πληθώρα των ερευνών για τη γονεϊκή τυπολογία εστιάζεται κυρίως στη μητέρα(Amato & Fowler, 2002. Μαριδάκη – Κασσωτάκη, 2009. Winsler et al., 2005). Μάλιστα είναι αρκετοί οι ερευνητές, οι οποίοι όταν διαπιστώνουν διαφοροποίηση στη γονεϊκή τυπολογία μεταξύ του πατέρα και της μητέρας στην ίδια οικογένεια, άλλοτε εφαρμόζουν τη λογική του μέσου όρου, (Steinberg et al., 1991) και άλλοτε εξαιρούν από την ανάλυση τους τις οικογένειες αυτές (Baumrind, 1973).

Δεύτερον, στην Ελλάδα – σύμφωνα με τη βιβλιογραφική ανασκόπηση που πραγματοποιήθηκε – εκλείπουν οι έρευνες για την πατρική τυπολογία και συγκεκριμένα για το ρόλο της στην ανάπτυξη της ενσυναίσθησης και της αυτοεκτίμησης στα παιδιά. Η μοναδική έρευνα που εντοπίστηκε και αφορούσε την πατρική τυπολογία, ήταν της Μαριδάκη– Κασσωτάκη (2009), σχετικά με τη στάθμιση για τον ελληνικό πληθυσμό του ερωτηματολογίου “Parenting Styles and Dimensions Questionnaire (PSDQ)”, το οποίο πλέον ονομάζεται «Ερωτηματολόγιο Τυπολογίας Του Έλληνα Πατέρα» και μετρά την τυπολογία του πατέρα στη χώρα μας. Το ερωτηματολόγιο αυτό χρησιμοποιήθηκε στην παρούσα έρευνα.

Τρίτον, είναι πλέον κοινή πεποίθηση, ότι κάθε συμπεριφορά πρέπει να εξετάζεται συστημικά και μέσα στο πλαίσιο (πολιτισμικό, κοινωνικό, οικογενειακό...) όπου λαμβάνει χώρα. O τρόπος που τα άτομα εκλαμβάνουν τις γονεϊκές πρακτικές και συμπεριφορές, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τα χαρακτηριστικά του πολιτισμού τους (Chao, 2001) και τις αντισταθμιστικές επιρροές της κοινωνίας. Έτσι, το γονεϊκό στυλ εξαρτάται άμεσα από το περιβάλλον μέσα στο οποίο εκδηλώνεται, το πολιτισμικό πλαίσιο, τους κοινωνικούς κανόνες και δεν είναι δια-πολιτισμικό (Darling & Steinberg, 1993. Herz & Gullone, 1999). Μάλιστα,σύμφωνα με τον Rohner (όπως αναφέρουν οι Herz & Gullone, 1999), οποιαδήποτε αξιολόγηση της σχέσης του γονεϊκού στυλ με την αυτοεκτίμηση, που δεν λαμβάνει υπόψη της το πολιτισμικό πλαίσιο, είναι τουλάχιστο ανεπαρκής.

Η έρευνα εστιάζεται στη συγκεκριμένη ηλικία (προεφηβεία), διότι οι επιρροές της οικογένειας, άρα και του πατέρα «ως σημαντικού άλλου», παίζουν πρωταρχικό ρόλο στη διαμόρφωση της συναισθηματικότητας και της συμπεριφοράς του παιδιού (Spinrad et al.,1999. Strayer & Roberts, 1989). Συμβάλλουν, επίσης, καθοριστικά στην ανάπτυξη της ενσυναίσθησης (Swick, 2005. Zahn-Waxler & Radke-Yarrow, 1990), της αυτοεκτίμησης(DeHart et al., 2006. Gorbett & Kruczek, 2008. Kernis & Goldman, 2003. Neiss et al., 2002)και του τρόπου με τον οποίο αξιολογεί τον εαυτό του (Gecas, 1971). Πρέπει επίσης να αναφερθεί, ότι είναι πολύ λίγες οι έρευνες που εξετάζουν άμεσα τη σχέση της γονεϊκής τυπολογίας με την ανάπτυξη της ενσυναίσθησης (Eisenberg & Morris, 2001. Zhou et al.,2002) και της αυτοεκτίμησης στην παιδική και την προεφηβική ηλικία, ενώ η πλειοψηφία αυτών έχει επικεντρωθεί κυρίως στην εφηβεία (Kaufmann et al., 2000).

Στην έρευνα αυτή αξιολογούνται οι απόψεις και οι αυτοαναφορές των παιδιών για το πώς αντιλαμβάνονται τη σχέση με τον πατέρα τους, διότι οι σχετικές έρευνες έχουν δείξει ότι οι αντιλήψεις τους για το συγκεκριμένο θέμα είναι σε μεγάλο βαθμό αντικειμενικές (Kernis etal., 2000). Σύμφωνα δε με τους Gecas & Schwable (όπως αναφέρουν ο Neiss et al., 2002 και ο Richards et al., 1991), υπάρχει πολύ μικρή συμφωνία μεταξύ των αναφορών των παιδιών και των αναφορών των γονέων τους για τις γονεϊκές συμπεριφορές και τον τρόπο διαπαιδαγώγησης. Συγκεκριμένα, οι απόψεις των παιδιών για τη συμπεριφορά των γονέων τους προς αυτά, έχουν πολύ μεγαλύτερη συσχέτιση με την αυτοεκτίμηση τους, συγκρινόμενες μ’ αυτές των γονέων τους για το ίδιο θέμα (Buri, 1989. Neiss et al., 2002). Επίσης, τα λόγια και οι σκέψεις των γονέων για τον τρόπο ανατροφής των παιδιών τους - όπως αποτυπώνονται στις σχετικές έρευνες - είναι πολύ πιθανό να μην ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα καιοι πρακτικές τους να είναι τελείως διαφορετικές από αυτές που περιγράφουν (Kaufmann etal., 2000). Επιπλέον, πρέπει να λάβουμε υπόψη μας, ότι ο τρόπος που βιώνεται η τρυφερότητα, η στοργή, ο έλεγχος, τα όρια, η κριτική, η υποτίμηση κ.λπ, είναι μοναδικός για κάθε παιδί και κυρίως υποκειμενικός (Aunola et al., 2000).


5.2. Τυπολογία του πατέρα και ενσυναίσθηση

Κατά τη βιβλιογραφική ανασκόπηση που πραγματοποιήθηκε, δε βρέθηκε κάποια έρευνα που να ταυτίζεται με την παρούσα, κυρίως σε ότι αφορά τη σχέση της πατρικής τυπολογίας με την ενσυναίσθηση στη συγκεκριμένη ηλικία (προεφηβική). Αυτές που εντοπίστηκαν αφορούσαν κυρίως την τυπολογία των δύο γονέων και κυρίως της μητέρας.

α) Για τους υποστηρικτικούς πατέρες (authoritative fathers), βρέθηκε πως οι σχετικές έρευνες έχουν εξετάσει μεμονωμένα, κάποια χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου τύπουγονέα σε σχέση με την ενσυναίσθηση, όπως τη στοργή, την υποστηρικτικότητα (Spinrad etal., 1999. Strayer & Roberts, 2004. Zhou et al., 2002), την ενεργή ανάμειξη (του πατέρα) στη φροντίδα των παιδιών (Koestner et al., 1990), την επιείκεια και τη θέσπιση ορίων (Bryant,1987), την παροχή επεξηγήσεων στα παιδιά (Krevans & Gibbs, 1996) και την απαιτητικότητα του προς αυτά (Janssens & Gerris, 1992, όπως αναφέρουν η Eisenberg & Morris, 2001).Ηλικιακά τα παιδιά στις έρευνες αυτές ήταν περίπου στην προεφηβεία και οι αυτοαναφορές τους λήφθηκαν υπόψη για τη μέτρηση της ενσυναίσθησης τους. Στην πλειοψηφία των μελετών αυτών διαπιστώθηκε θετική συσχέτιση των υπό μελέτη χαρακτηριστικών - τα οποία είναι χαρακτηριστικά του υποστηρικτικού τύπου γονέα - με την ενσυναίσθηση.

Για παράδειγμα, στην έρευνα του Spinrad et al. (1999), φάνηκε πως η υποστηρικτικότητα και η στοργή των γονέων συμβάλλουν θετικά στην ανάπτυξη της ενσυναίσθησης των παιδιών, τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα και έχουν διαρκή επίδραση στη συμπεριφορά τους. Στη συγκεκριμένη έρευνα οι συμμετέχοντες ήταν παιδιά με μ.ο ηλικίας 6 ετών περίπου και οι γονείς τους. Οι μητέρες συμμετείχαν σε ποσοστό 94%έναντι του 6% των πατέρων. Η αξιολόγηση της ενσυναίσθησης των παιδιών έγινε μέσω των αυτοαναφορών τους - αφού πρώτα παρακολούθησαν στο εργαστήριο κάποιες μικρού μήκους ταινίες μαζί με τους γονείς τους - και μέσω των αναφορών των γονέων τους. Η στοργή και η υποστηρικτικότητα των γονέων μετρήθηκε μέσω της παρατήρησης των αλληλεπιδράσεων τους με τα παιδιά, σε καταστάσεις που οι ερευνητές είχαν δημιουργήσει στο εργαστήριο.

Η διαχρονική έρευνα της Zhou et al. (2002), κατέληξε στα ίδια αποτελέσματα με αυτή του Spinrad και των συνεργατών του. Κι εδώ συμμετέχοντες ήταν οι γονείς (κατά μεγάλη πλειοψηφία μητέρες) και τα παιδιά τους. Τα ερευνητικά δεδομένα συγκεντρώθηκαν σε δύο φάσεις. Στην πρώτη, όταν τα παιδιά ήταν μ.ο ηλικίας 9,5 ετών και στην δεύτερη όταν ήταν11,5 ετών. Οι διαδικασίες ήταν περίπου οι ίδιες (παρακολούθηση σλάιτς, αλληλεπίδραση γονέων - παιδιών) και οι μετρήσεις έγιναν μέσω βιντεο-καταγραφών, παρατηρήσεων και ερωτηματολογίων με τις αυτοαναφορές των παιδιών.

Στα ίδια συμπεράσματα κατέληξε επίσης και η έρευνα της Monforte (2004), η οποία έδειξε πως η στοργή του πατέρα επηρεάζει θετικά την ανάπτυξη της ενσυναίσθησης των παιδιών και ιδιαίτερα των αγοριών στην παιδική ηλικία. Αντίθετα, σύμφωνα με την έρευνα, η στοργή της μητέρας και η ανάμειξή της, σχετίζεται αρνητικά με την ενσυναίσθηση των κοριτσιών της ίδιας ηλικίας.

Σε αντίθεση με τις ανωτέρω έρευνες, η διαχρονική έρευνα του Koestner et al. (1990)διάρκειας 26 χρόνων, δεν έδειξε κάποια συσχέτιση μεταξύ της γονεϊκής στοργής και της ενσυναίσθησης των παιδιών, έδειξε όμως πως η ενεργή ανάμειξη του πατέρα στην ανατροφή τους είναι ένας πολύ σπουδαίος παράγοντας για την ανάπτυξη της ενσυναίσθησης. Το ίδιο αποτέλεσμα, σε ότι αφορά την ανάμειξη του πατέρα, επιβεβαιώνει επίσης και η έρευνα της Monforte (2004).

Στη διαχρονική έρευνα της Bryant (1987), εξετάστηκε η ενσυναίσθηση των παιδιών σε σχέση με διάφορες συμπεριφορές των γονέων τους, οι οποίες χαρακτηρίζουν κυρίως τους υποστηρικτικούς γονείς. Οι συμμετέχοντες ήταν 168 παιδιά και οι γονείς τους. Τα παιδιά αξιολογήθηκαν σε τρεις φάσεις: α) στην ηλικία των 7 ετών β) στην ηλικία των 10 και γ) στην ηλικία των 14 ετών. Στην πρώτη φάση της αξιολόγησης ελήφθησαν υπόψη οι πληροφορίες από τους γονείς, από τα ίδια τα παιδιά και τη γειτονιά (συμμετοχική έρευνα). Τα αποτελέσματα σε ότι αφορά τον πατέρα, έδειξαν πως: α) ο καθορισμός ορίων από τον πατέρα συμβάλλει θετικά στην ανάπτυξη της ενσυναίσθησης και στα δύο φύλα, από την ηλικία των 7έως και την ηλικία των 10 ετών και β) η επιείκεια του πατέρα επηρεάζει θετικά κυρίως την ενσυναίσθηση των κοριτσιών της μέσης παιδικής ηλικίας. Επίσης, η μη επιεικής συμπεριφορά του (του πατέρα), όταν εκδηλώνεται προς τα παιδιά της ηλικίας των 7 ετών και στα δύο φύλα, επηρεάζει θετικά την ενσυναίσθηση τους, μέχρι τα παιδιά να φτάσουν στην ηλικία των 10 ετών. Επιπλέον, σύμφωνα με την έρευνα, η υποστηρικτικότητα των δύο γονέων δεν έχει σχέση με την ενσυναίσθηση των παιδιών τουλάχιστο στην ηλικία των 7 ετών.

Τέλος, η έρευνα των Krevans & Gibbs (1996), ύστερα από πολλαπλές μετρήσεις της ενσυναίσθησης των παιδιών (μ.ο ηλικίας 12 ετών περίπου) μέσω των αυτοαναφορών τους, των αναφορών των μητέρων και των δασκάλων τους, έδειξε πως οι γονείς που χρησιμοποιούν τον επαγωγικό συλλογισμό στην επικοινωνία τους με τα παιδιά και τους δίνουν επεξηγήσεις,προάγουν την ανάπτυξη της ενσυναίσθησής τους, γεγονός που επηρεάζει θετικά και την προκοινωνική συμπεριφορά τους.

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, μπορούμε να υποθέσουμε στην παρούσα έρευνα,ότι θα υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ του υποστηρικτικού τύπου πατέρα – όπως τον αντιλαμβάνονται τα παιδιά – και της ενσυναίσθησης των παιδιών.

β) Για τους αυταρχικούς πατέρες (authoritarian fathers) τα ευρήματα είναι αντιφατικά. Υπάρχουν έρευνες που υποστηρίζουν πως οι γονείς (κυρίως οι μητέρες) που είναι αυστηροί, τιμωρητικοί, δεν θέτουν έλλογους και συνεπείς κανόνες, ξεσπούν το θυμό τους στα παιδιά και εκφράζουν απογοήτευση γι’ αυτά, έχουν παιδιά που δεν αναπτύσσουν ενδιαφέρον για τους άλλους, βασικό στοιχείο για την ανάπτυξη της ενσυναίσθησης τους (Hastings, Zahn-Waxler, Robinson, Usher, & Bridges, 2000). Το ίδιο συμβαίνει και με τους γονείς που ανταποκρίνονται αρνητικά στα συναισθήματα των παιδιών τους, τα αποδοκιμάζουν, τα περιορίζουν ή τιμωρούν την έκφραση τους (Spinrad et al., 1999). Αυτό συμβαίνει διότι τα παιδιά από πολύ νωρίς μαθαίνουν να καταπιέζουν και να αρνούνται τα συναισθήματά τους και έτσι στο τέλος αποφεύγουν να εμπλακούν ή να ταυτιστούν με τα συναισθήματα των άλλων (Spinrad et al., 1999). Επίσης, εκλαμβάνουν το θυμό και την αυταρχικότητα των γονέων τους ως έλλειψη ενδιαφέροντος και φροντίδας, αντιγράφουν τις συγκεκριμένες συμπεριφορές και ταυτόχρονα εσωτερικεύουν το μήνυμα πως είναι «κακά παιδιά», εφόσον οι γονείς τούς συμπεριφέρονται με αυτό τον τρόπο. Έτσι, στο τέλος γίνονται και αυτά επιθετικά,χωρίς να νοιάζονται για τα συναισθήματα των άλλων (Hastings et al., 2000).

Άλλες έρευνες θεωρούν πως τα παιδιά που τιμωρούνται από τους γονείς τους και κυρίως από τον πατέρα όταν υποπίπτουν σε παραπτώματα, είναι πιθανό να αναπτύξουν κανονικά την ενσυναίσθηση τους (Bryant, 1987), ενώ άλλες θεωρούν πως η χαμηλή ενσυναίσθηση δεν σχετίζεται με την αυταρχικότητα των γονέων και κυρίως της μητέρας(Schaffer et al., 2009). Η Bryant (1987) εξηγεί πως η ενσυναίσθηση ενός παιδιού με παραμπτωματική συμπεριφορά - το οποίο έχει τιμωρητικό πατέρα - πολλές φορές αυξάνεται λόγω του στρες που εκδηλώνει ο πατέρας για τη συμπεριφορά του παιδιού του, ως εξής: Το παιδί βλέπει αναστατωμένο τον πατέρα του, γεγονός που προκαλεί ανησυχία και στο ίδιο. Αυτό το υποχρεώνει να σκεφτεί πως η συμπεριφορά του ήταν η αιτία που προκάλεσε τα αρνητικά συναισθήματα στον πατέρα του. Έτσι, ασυναίσθητα μπαίνει στη θέση του άλλου (του πατέρα) και ταυτόχρονα κατανοεί την εσωτερική του κατάσταση. Η συναισθηματική αυτή μετακίνηση αποτελεί ένα από τα κύρια συστατικά της ενσυναίσθησης που σταδιακά το παιδί αναπτύσσει. Βέβαια, στη συγκεκριμένη έρευνα δεν είναι ξεκάθαρος ο τρόπος, η συχνότητα και η ένταση της τιμωρίας. Διότι για παράδειγμα και οι υποστηρικτικοί γονείς τιμωρούν τα παιδιά τους, χωρίς όμως να τα βρίζουν, να τα υποβιβάζουν ή να χειροδικούν εις βάρους τους. Αντίθετα, οι τιμωρίες τους είναι ήπιες και τα παιδιά γνωρίζουν πάντα το λόγο που τιμωρήθηκαν.

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω ευρήματα και απόψεις, συμφωνούμε με την άποψη πως τα παιδιά των αυταρχικών γονέων αρνούνται και καταπιέζουν τα συναισθήματα τους,αποφεύγουν να εμπλακούν και να ταυτιστούν με τα συναισθήματα των άλλων (Spinrad et al.,1999) και δεν νοιάζονται για τους άλλους (Hastings et al., 2000). Έτσι, μπορούμε να υποθέσουμε, ότι στην παρούσα έρευνα θα υπάρχει αρνητική συσχέτιση μεταξύ του αυταρχικού τύπου πατέρα – όπως τον αντιλαμβάνονται τα παιδιά – και της ενσυναίσθησης των παιδιών.

γ) Για τους επιτρεπτικούς πατέρες (permissive fathers) και τη σχέση τους με την ενσυναίσθηση στη συγκεκριμένη ηλικία (προεφηβική), δεν εντοπίστηκε κάποια έρευνα κατά τη βιβλιογραφική ανασκόπηση που πραγματοποιήθηκε. H Schaffer et al. (2009) στην έρευνα τους, βασιζόμενοι σε αυτοαναφορές 163 εφήβων για το πώς εκλαμβάνουν τον τύπο των γονέων τους και το επίπεδο της ενσυναίσθησης τους, βρήκαν πως τα παιδιά που θεωρούσαν τους γονείς τους επιτρεπτικούς και κυρίως τις μητέρες τους, γενικά παρουσίαζαν χαμηλά επίπεδα ενσυναίσθησης.

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω ευρήματα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι και στην παρούσα έρευνα θα υπάρχει αρνητική συσχέτιση μεταξύ του συγκεκριμένου τύπου γονέα(επιτρεπτικού) – όπως τον αντιλαμβάνονται τα παιδιά – και της ενσυναίσθησης των παιδιών.

δ) Για τους αυστηρούς πατέρες (strict fathers) και τη σχέση τους με την ανάπτυξη της ενσυναίσθησης των παιδιών στη συγκεκριμένη ηλικία, δεν εντοπίστηκε κάποια σχετική έρευνα, διότι ο συγκεκριμένος τύπος συναντάται στην ελληνική κοινωνία, όπου οι έρευνες για την πατρική τυπολογία είναι περιορισμένες. Όπως προαναφέρθηκε, ο αυστηρός τύπος είναι κάτι ενδιάμεσο ανάμεσα στον υποστηρικτικό και τον αυταρχικό, αλλά ταυτόχρονα δεν ταυτίζεται με κανέναν από τους δυο. Έτσι, δεν θα μπορούσε να συγκριθεί κάποιο χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου τύπου γονέα (π.χ «θέτει όρια») με το ίδιο χαρακτηριστικό του υποστηρικτικού και να γίνουν αντίστοιχες ερευνητικές υποθέσεις, διότι ο μεν (αυστηρός)θέτει όρια με αυθαίρετο τρόπο, ο δε (υποστηρικτικός) κατόπιν διαπραγμάτευσης με το παιδί.

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, καθώς και το γεγονός ότι ο αυστηρός πατέρας συνήθως ασκεί κριτική στο παιδί, το μαλώνει, του φωνάζει και γενικά δεν διαπραγματεύεται τους τρόπους διαπαιδαγώγησης μαζί του, μπορούμε να υποθέσουμε ότι θα υπάρχει αρνητική συσχέτιση μεταξύ του συγκεκριμένου τύπου γονέα (αυστηρού) – όπως τον αντιλαμβάνονται τα παιδιά – και της ενσυναίσθησης των παιδιών.

ε) Σε ότι αφορά τις διαφορές μεταξύ των φύλων, η πλειοψηφία των ερευνών υποστηρίζει πως τα κορίτσια δείχνουν υψηλότερα επίπεδα ενσυναίσθησης συγκρινόμενα με τα αγόρια, σε όλες τις ηλικίες. Ενδεικτική για την ηλικία που εξετάζεται στην παρούσα έρευνα, είναι η έρευνα των Fisch et al. (nd), σύμφωνα με την οποία τα κορίτσια δείχνουν μεγαλύτερη ενσυναίσθηση σε σχέση με τα αγόρια, γεγονός που ισχύει ακόμη και όταν τα παιδιά προέρχονται από διαφορετικούς πολιτισμούς. Η συγκεκριμένη έρευνα διεξήχθη σε 485παιδιά ηλικίας από 7 έως 11 χρόνων, τα οποία κατάγονταν από διαφορετικές χώρες και πολιτισμούς. Τα δεδομένα συλλέχτηκαν μέσω αυτοαναφορών των παιδιών. Στα ίδια συμπεράσματα κατέληξε και η έρευνα των Litvack – Miller et al. (1997), η οποία αφορούσε παιδιά της παιδικής ηλικίας.

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, μπορούμε να υποθέσουμε πως και στην παρούσα έρευνα τα κορίτσια θα δείχνουν μεγαλύτερη ενσυναίσθηση σε σχέση με τα αγόρια. Κατά τη βιβλιογραφική ανασκόπηση, σχετικά με την πατρική τυπολογία και το ρόλο της στην ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης, διαπιστώθηκε πως η πλειοψηφία των ερευνών εξετάζουν κυρίως το επίπεδο της καθολικής αυτοεκτίμησης και αφορούν την εφηβική ηλικία. Βέβαια, μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα αποτελέσματα τους είναι δυνατόν να γενικευτούν και στην ηλικία που εξετάζουμε στην παρούσα έρευνα (προεφηβεία), δεχόμενοι τον ισχυρισμό των Robins & Trzesniewski (2005), ότι τα άτομα που έχουν σχετικά υψηλή αυτοεκτίμηση σε κάποια περίοδο της ζωής τους, τείνουν να τη διατηρούν για χρόνια αργότερα και πως, άπαξ η αυτοεκτίμηση εδραιωθεί παραμένει σταθερή σε βάθος χρόνου(Josephs et al., 2003).

α) Οι υποστηρικτικοί πατέρες (authoritative fathers). Σύμφωνα με τους Furnham &Cheng (2000), τα παιδιά που θεωρούν τους πατέρες τους υποστηρικτικούς, παρουσιάζουν μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση από αυτά των αυταρχικών και των επιτρεπτικών πατέρων. Η έρευνα τους διεξήχθη σε 406 εφήβους και νέους ενήλικες ηλικίας από 14 έως 28 ετών, από τους οποίους το 66,8% ήταν μεταξύ 16 και 19 ετών. Ο μέσος όρος ηλικίας των συμμετεχόντων ήταν 20 ετών περίπου. Για τη μέτρηση της αυτοεκτίμησης και του γονεϊκού στυλ χρησιμοποιήθηκαν οι αυτοαναφορές των συμμετεχόντων. Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής, δείχνουν πως η υποστηρικτικότητα των πατέρων σχετίζεται θετικά με την ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης. Τα ευρήματα αυτά ταυτίζονται επίσης με εκείνα της έρευνας του Buri (1989) και του Buri et al. (1988) σε παιδιά εφηβικής ηλικίας.

Σε σχετική έρευνα του Gecas (1971), βρέθηκε πως η γονεϊκή στοργή και η υποστήριξη επηρεάζουν θετικά την αυτοαξιολόγηση και την αυτοαξία των παιδιών της εφηβικής ηλικίας. Μάλιστα, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, όταν η υποστήριξη και η στοργή εκδηλώνονται από τον πατέρα έχουν ισχυρότερη επίδραση στο παιδί. Στη συγκεκριμένη έρευνα έλαβαν μέρος 620 έφηβοι ηλικίας 16 μέχρι 17 ετών, των οποίων οι αυτοαναφορές ελήφθησαν υπόψη προκειμένου να αξιολογηθεί ο βαθμός υποστηρικτικότητας των γονέων τους και η αντίληψη για την αυτοαξία τους. Πρέπει να σημειωθεί ότι στη συγκεκριμένη έρευνα οι έννοιες «αυτοαξιολόγηση» και «αυτοαξία» αναφέρονται ως ταυτόσημες της αυτοεκτίμησης.

Παρόμοια είναι και η έρευνα του Kernis et al. (2000), η οποία εξέτασε το βαθμό συσχέτισης της αυτοεκτίμησης των παιδιών (επίπεδο – σταθερότητα), με τον τρόπο επικοινωνίας με τους γονείς τους. Στην έρευνα αυτή συμμετείχαν 174 παιδιά ηλικίας 11 έως12 ετών, των οποίων οι αυτοαναφορές λήφθηκαν υπόψη. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, τα παιδιά που είχαν τη μεγαλύτερη αυτοεκτίμηση, ήταν εκείνα που οι γονείς τους και κυρίως οι πατέρες τους τα επαινούσαν, τα ενθάρρυναν, τους έδειχναν αγάπη, έκαναν πράγματα μαζί,λάβαιναν υπόψη τα συναισθήματα και τις απόψεις τους και διαρκώς τους επικοινωνούσαν την αποδοχή τους.

Με βάση τα ανωτέρω ευρήματα μπορούμε να υποθέσουμε, ότι και στην παρούσα έρευνα, θα υπάρχει θετική συσχέτιση μεταξύ του υποστηρικτικού τύπου πατέρα – όπως τον αντιλαμβάνονται τα παιδιά – και της αυτοεκτίμησης των παιδιών.

β) Οι αυταρχικοί πατέρες (authoritarian fathers). Σύμφωνα με την έρευνα του Kernis et al. (2000), που περιγράφηκε παραπάνω, τα παιδιά που θεωρούν ότι οι πατέρες τους είναι εξαιρετικά επικριτικοί, χρησιμοποιούν προσβλητικές εκφράσεις, τους δημιουργούν ενοχές και δεν τα αγαπούν, αναπτύσσουν ασταθή και χαμηλή αυτοεκτίμηση. Το ίδιο συμβαίνει και με τα παιδιά (εφήβους) των αυταρχικών γονέων, τα οποία σε σχετικές έρευνες των Heaven &Ciarrochi (2008) και Martinez & Garcia (2007), παρουσίασαν χαμηλό επίπεδο αυτοεκτίμησης, συγκρινόμενα με αυτά των άλλων τύπων γονέων. Παρόμοια είναι και τα ευρήματα του Buri (1989) και του Buri et al. (1986, 1988), οι έρευνες των οποίων εξετάζουν την αυτοεκτίμηση των παιδιών σε σχέση με τον αυταρχικό τύπο και των δύο γονέων. Τα συμπεράσματα των ερευνών αυτών συγκλίνουν στην άποψη, πως ο συγκεκριμένος τύπος γονέα παρουσιάζει αρνητική συσχέτιση με την αυτοεκτίμηση των παιδιών (εφήβων), σε αντίθεση με τον υποστηρικτικό τύπο.

Λαμβάνοντας υπόψη τα ευρήματα των ανωτέρω ερευνών, μπορούμε και εδώ να υποθέσουμε ότι θα υπάρχει αρνητική συσχέτιση μεταξύ του αυταρχικού τύπου πατέρα – όπως τον αντιλαμβάνονται τα παιδιά – και της αυτοεκτίμησης των παιδιών.

γ) Οι επιτρεπτικοί πατέρες (permissive fathers). Τα ερευνητικά δεδομένα που αφορούν τους επιτρεπτικούς πατέρες είναι σπάνια και αντιφατικά. Για παράδειγμα, η έρευνα του Buriet al. (1988), έδειξε πως η επιτρεπτικότητα τόσο των πατέρων όσο και των μητέρων δεν έχει σημαντική συσχέτιση με την αυτοεκτίμηση των εφήβων. Αντίθετα, ο Elings (1988) στη βιβλιογραφική ανασκόπηση που έκανε, βρήκε πως η αυτοεκτίμηση των παιδιών πριν την εφηβεία έχει σχέση τόσο με την επιτρεπτικότητα του πατέρα όσο και της μητέρας.

Οι επιτρεπτικοί πατέρες, σύμφωνα με τη DeHart et al. (2006), παρότι στοργικοί: α)αποτυγχάνουν να ρυθμίσουν τη συμπεριφορά των παιδιών τους, εφόσον κατά κύριο λόγο την αγνοούν β) δεν είναι συνεπείς στους κανόνες που θέτουν γ) δεν διασφαλίζουν τη δομή και τη συνοχή της οικογένειας και δ) δεν είναι καθόλου καθοδηγητικοί. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τα παιδιά να μην αναπτύσσουν στρατηγικές αυτορρύθμισης και να πιστεύουν ότι οι γονείς τους δεν νοιάζονται γι’ αυτά. Έτσι, είναι πολύ πιθανό να αναπτύξουν χαμηλή αυτοεκτίμηση.

Λαμβάνοντας υπόψη τον ανωτέρω ισχυρισμό και τα ερευνητικά δεδομένα του Elings(1988), μπορούμε να υποθέσουμε, ότι στην παρούσα έρευνα θα υπάρχει αρνητική συσχέτιση μεταξύ του επιτρεπτικού τύπου πατέρα – όπως τον αντιλαμβάνονται τα παιδιά – και της αυτοεκτίμησης των παιδιών.

δ) Οι αυστηροί πατέρες (strict fathers). Όπως προαναφέρθηκε ο αυστηρός τύπος πατέρα συναντάται στην ελληνική κοινωνία, όπου οι έρευνες για την πατρική τυπολογία είναι ελάχιστες. Άρα, τα χαρακτηριστικά του δεν έχουν μελετηθεί σε σχέση με την ανάπτυξη της αυτοεκτίμησης στα παιδιά. Είναι επίσης ξεκάθαρο, πως ο συγκεκριμένος τύπος είναι κάτι ενδιάμεσο μεταξύ του υποστηρικτικού και του αυταρχικού τύπου, όμως δεν ταυτίζεται με κανένα από τους δύο.

Επομένως, για τους ίδιους λόγους που προαναφέρθηκαν και στη σχέση του αυστηρού πατέρα με την ανάπτυξη της ενσυναίσθησης, μπορούμε να υποθέσουμε ότι θα υπάρχει αρνητική συσχέτιση μεταξύ του συγκεκριμένου τύπου πατέρα (αυστηρού) – όπως τον αντιλαμβάνονται τα παιδιά – και της αυτοεκτίμησης των παιδιών.

ε) Σε ότι αφορά τις διαφορές μεταξύ των φύλων, πολλά ερευνητικά δεδομένα συγκλίνουν στην άποψη πως, σε ότι αφορά το επίπεδο της αυτοεκτίμησης, δεν υπάρχουν διαφορές μεταξύ των αγοριών και των κοριτσιών στην παιδική ηλικία. Σχετικές είναι οι μετα-αναλύσεις των Major et al. 1999 και Robins et al. 2002, σύμφωνα με τις οποίες η αυτοεκτίμηση παρουσιάζεται σχετικά υψηλή στα παιδιά της συγκεκριμένης ηλικίας, ενώ δεν παρατηρούνται διαφορές μεταξύ των δύο φύλων.

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, μπορούμε να υποθέσουμε πως και στην παρούσα έρευνα τα παιδιά θα έχουν σχετικά υψηλή αυτοεκτίμηση (πάνω από το μέσο όρο) και δεν θα υπάρχουν διαφορές μεταξύ των δύο φύλων, σε ότι αφορά το επίπεδο της αυτοεκτίμησης και της αυτοαντίληψης τους.



Κεφάλαιο 6: Μέθοδος

Συμμετέχοντες

Στην έρευνα έλαβαν μέρος μαθητές της Ε΄ και Στ΄ τάξης του Δημοτικού σχολείου, οι οποίοι εξασφάλισαν το ηλικιακό κριτήριο της έρευνας μας (προεφηβεία). Το σύνολο των συμμετεχόντων παιδιών ήταν 190 (n = 190), μεταξύ των οποίων τα 104 ήταν αγόρια (54,7 %)και τα 86 κορίτσια (45,3 %). Από το σύνολο των 190 παιδιών τα 95 (50%) κατοικούσαν σε αγροτική περιοχή, τα 79 (41,6%) σε ημιαστική και τα 16 (8,40%) σε αστική περιοχή. Ο μέσος όρος ηλικίας τους ήταν 135, 13 μήνες (τυπ. απόκλιση = 8,8). Η επιλογή τους στηρίχτηκε στη μέθοδο της τυχαίας δειγματοληψίας.

Έγινε προσπάθεια να συλλέξουμε πληροφορίες από διαφορετικά μέρη και περιοχές της χώρας μας, προκειμένου να «ελέγξουμε», όσο το δυνατόν, τον παράγοντα «πολιτισμικό πλαίσιο – κουλτούρα», που πιθανώς επηρεάζει τον τρόπο που οι γονείς ασκούν το γονεϊκό τους ρόλο.

Ερευνητικά εργαλεία

Στην παρούσα έρευνα προκειμένου να μετρηθεί η πατρική τυπολογία, ηενσυναίσθηση και η αυτοεκτίμηση των παιδιών χρησιμοποιήθηκαν τρία ερωτηματολόγια. Τοπρώτο, είναι το ερωτηματολόγιο για τη γονεϊκή τυπολογία με τίτλο «Ερωτηματολόγιο Τυπολογίας Του Έλληνα Πατέρα» (Μαριδάκη – Κασσωτάκη, 2009). Το συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο έχει τροποποιηθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορεί να χορηγείται και στα παιδιά, προκειμένου – μέσω των απόψεων και των αντιλήψεών τους – να μετράται η τυπολογία του πατέρα τους. Το δεύτερο, είναι το ερωτηματολόγιο για την ενσυναίσθηση των παιδιών, με τίτλο «Index of Empathy for Children and Adolescents» (Bryant, 1982). Το τρίτο,είναι το ερωτηματολόγιο για την αυτοεκτίμηση των παιδιών, με τίτλο «Πώς Αντιλαμβάνομαι Τον Εαυτό Μου- Π.Α.Τ.Ε.Μ ΙΙ» (Μακρή – Μπότσαρη, 2001).

1. «Ερωτηματολόγιο Τυπολογίας Tου Έλληνα Πατέρα» (Μαριδάκη – Κασσωτάκη,2009). Το ερωτηματολόγιο αυτό είναι η ελληνική έκδοση του ερωτηματολογίου «ParentingStyles and Dimensions Questionnaire (PSDQ), των Robinson, Mandleco, Olsen & Hart,(2001), το οποίο στηρίζεται στο μοντέλο γονεϊκής τυπολογίας της Baumrind (1989). Είναι ένα μέσο αξιολόγησης της τυπολογίας του έλληνα πατέρα, με βάση τον τρόπο διαπαιδαγώγησης των παιδιών του και διερευνά τη σχέση της με διάφορες πλευρές της ανάπτυξης των παιδιών. Η παραγοντική ανάλυση που εφαρμόστηκε κατά τη στάθμιση του για τον ελληνικό πληθυσμό, ανέδειξε τέσσερις κυρίαρχους πατρικούς τύπους: α) τον υποστηρικτικό β) τον αυταρχικό β) τον επιτρεπτικό και δ) τον αυστηρό. Αποτελείται από 33προτάσεις, οι οποίες αξιολογούνται με βάση τετράβαθμες κλίμακες τύπου Likert –τροποποιημένο για τα παιδιά (1 = Ποτέ, 2 = Μερικές φορές, 3 = Πολύ συχνά, 4 = Πάντα). Με βάση τη σχετική κατανομή των προτάσεων του, 12 προτάσεις αξιολογούν τον υποστηρικτικό πατέρα, 7 προτάσεις αξιολογούν τον αυταρχικό πατέρα, 5 προτάσεις αξιολογούν τον επιτρεπτικό πατέρα και 4 προτάσεις αξιολογούν τον αυστηρό πατέρα. Οι συντελεστές αξιοπιστίας εσωτερικής συνέπειας, alpha (a) του Cronbach, κυμαίνονται μεταξύ .63 και .88.Οι συντελεστές αυτοί είναι αρκετά υψηλοί και επιβεβαιώνουν την αξιοπιστία της προσαρμογής του συγκεκριμένου ερωτηματολογίου στον ελληνικό πληθυσμό.

2. «Index of Empathy for Children and Adolescents» (Bryant, 1982). Το ερωτηματολόγιο αυτό χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση της ενσυναίσθησης των παιδιών και των εφήβων. Αποτελείται από 22 προτάσεις, των οποίων το εύρος του σκορ των απαντήσεων κυμαίνεται από μηδέν (0) μέχρι ένα (1) (ΝΑΙ = 1 και ΟΧΙ = 0), ενώ αντίστοιχα για την εφηβεία το εύρος αυτό κυμαίνεται από ένα (1) έως εννέα (9), (-4 έως 4) με το τέσσερα να εκφράζει την απόλυτη συμφωνία του υποκειμένου και το μείον τέσσερα την απόλυτη διαφωνία του. Οι συντελεστές αξιοπιστίας alpha (a) του Cronbach κυμαίνονται από.54 για τα παιδιά της παιδικής ηλικίας, στο .68 για τα παιδιά της προεφηβείας και .79 για τουςεφήβους. Οι αντίστοιχοι συντελεστές αξιοπιστίας επαναληπτικών μετρήσεων (test – retestreliability coefficient) είναι αρκετά υψηλοί (r53 = 74, r108 = 81 και r80 = 83) και επιβεβαιώνουν την αξιοπιστία του συγκεκριμένου ερωτηματολογίου. Στην παρούσα έρευνα χρησιμοποιήθηκε ο μεταφρασμένος στα ελληνικά τύπος ΝΑΙ/ΟΧΙ (yes/no – two pointresponse format), ο οποίος είναι κατάλληλος για τα παιδιά της προεφηβικής ηλικίας. Ο συντελεστής αξιοπιστίας alpha (a) του Cronbach του συγκεκριμένου εργαλείου στην παρούσα έρευνα είναι .72, ο οποίος θεωρείται ικανοποιητικός.

3. «Πώς Αντιλαμβάνομαι Τον Εαυτό Μου – ΠΑΤΕΜ ΙΙ» (Μακρή – Μπότσαρη, 2001).Το ερωτηματολόγιο αυτό είναι η ελληνική έκδοση του ερωτηματολογίου Self – PerceptionProfile for Children, Harter (1985). Είναι ένα ψυχομετρικό εργαλείο για την αξιολόγηση της αυτοεκτίμησης και των επιμέρους αυτοαντιλήψεων των μαθητών της Δ΄, Ε΄ και Στ΄δημοτικού. Αποτελείται από 30 ερωτήσεις αυτοαναφοράς του μαθητή, οι οποίες κατανέμονται σε 6 κλίμακες, πέντε από τις οποίες αποτυπώνουν επιμέρους τομείς της αυτοαντίληψης και μία αξιολογεί την αυτοεκτίμηση. Κάθε μια από τις κλίμακες αποτελείται από 5 ερωτήσεις, των οποίων το εύρος του σκορ των απαντήσεων κυμαίνεται από ένα (1) έως τέσσερα (4). Οι τομείς αυτοαντίληψης που αξιολογούνται από το συγκεκριμένο ερωτηματολόγιο είναι (i) η σχολική ικανότητα, (ii) οι σχέσεις με τους συνομήλικους, (iii) η αθλητική ικανότητα, (iv) η φυσική εμφάνιση και (v) η διαγωγή – συμπεριφορά. Τέλος, (vi)αξιολογείται η καθολική αυτοεκτίμηση. Οι συντελεστές αξιοπιστίας alpha (a) του Cronbach,κυμαίνονται μεταξύ του .67 και .74. Οι συντελεστές αυτοί είναι υψηλοί και επιβεβαιώνουν την αξιοπιστία του ερωτηματολογίου ως προς το κριτήριο της εσωτερικής συνοχής /συνέπειας των ερωτήσεων του. Αντίστοιχα οι συντελεστές αξιοπιστίας επαναληπτικών μετρήσεων κυμαίνονται μεταξύ του .70 και .82, είναι υψηλοί και τεκμηριώνουν την αξιοπιστία του ως προς το κριτήριο της σταθερότητας των αποτελεσμάτων.


Διαδικασία

Αφού έγινε η σχετική ενημέρωση των γονέων, τα ερωτηματολόγια επιδόθηκαν στα παιδιά στο χώρο του σχολείου τους, μέσα στην τάξη, σε συνεργασία με το δάσκαλο τους. Κατόπιν, τα παιδιά ενημερώθηκαν για το σκοπό και τη χρησιμότητα της έρευνας, για τη σημασία της συμμετοχής τους και παράλληλα τους δόθηκαν οι κατάλληλες οδηγίες για τη συμπλήρωση των ερωτηματολογίων. Επισημάνθηκε πως η συμπλήρωση τους είναι προαιρετική, δεν έχει αξιολογικό χαρακτήρα και πως δεν υπάρχουν «σωστές και λάθος» απαντήσεις, εφόσον θεωρούνται όλες «σωστές». Ταυτόχρονα, έγιναν και σχετικά παραδείγματα συμπλήρωσης των ερωτηματολογίων, ώστε να διαπιστωθεί ότι όλοι οι μαθητές έχουν κατανοήσει επακριβώς τι τους ζητείται να κάνουν. Πριν τη διαδικασία συμπλήρωσης, ο ερευνητής επισήμαινε πως αν κάποιο παιδί δεν έχει πατέρα ή δε ζει μαζί μ’ αυτόν για κάποιο λόγο, μπορεί να συμπληρώσει το ερωτηματολόγιο και να περιγράψει τον πατέρα του όπως τον θυμάται. Σε περίπτωση που δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα του, μπορεί να περιγράψει το άτομο εκείνο που ασκεί τον «ρόλο του πατέρα» στην οικογένεια. Τα ερωτηματολόγια συμπληρώθηκαν ανώνυμα, παρουσία του ερευνητή και του δασκάλου, χωρίς συζήτηση ή παρεμβάσεις εκ μέρους τους. Σε περίπτωση που υπήρχε κάποια δυσκολία ή απορία ο ερευνητής παρέμβαινε ατομικά σε κάθε μαθητή. Στο τέλος της συμπλήρωσης, η οποία διαρκούσε περίπου μία ώρα, οι μαθητές επιβραβεύονταν για την προσπάθεια που έκαναν και για τη συμμετοχή τους στην έρευνα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου