2.4. Ψυχοκοινωνικές επιδράσεις στους διαζευγμένους γονείς
Η απόφαση για το διαζύγιο και ο φυσικός χωρισμός που ακολουθεί δημιουργούν ποικίλες συναισθηματικές αντιδράσεις, ενώ οι χρονικές περίοδοι πριν την απόφαση για το κατά τη διάρκεια του φυσικού χωρισμού, έχουν επισημανθεί ως εξίσου τραυματικές και ως αιτία εξαιρετικά έντονων αγχωτικών αντιδράσεων (Chiriboga et al., 1978).Οι κυριότερες ψυχολογικές αντιδράσεις είναι συνήθως λύπη, θυμός, κατάθλιψη, κλονισμός της αυτοεκτίμησης, στρες, άγχος, σκέψεις εκδίκησης, συναισθηματική προσκόλληση του ενός συζύγου στον άλλο, αισθήματα μοναξιάς, απομόνωσης και απόρριψης ή αισθήματα ανακούφισης και απελευθέρωσης που συντελούν στη δημιουργία μίας κατάστασης που θα οδηγήσει σε νέες ευκαιρίες για προσωπική και οικογενειακή ζωή, καθώς και αμφιθυμικά συναισθήματα. Τα αρνητικά συναισθήματα οδηγούν το μόνο γονέα να αισθάνεται ανασφάλεια και ανεπαρκής για το γονεϊκό του ρόλο, ενώ ο φόβος ότι τα παιδιά θα πληγωθούν από το χωρισμό είναι σχεδόν πάντοτε κυρίαρχος (Chiriboga et al., 1978; Kelly, 1982; Wallerstein & Kelly, 1980a).
Έρευνες έχουν δείξει ότι υπάρχουν πολλοί παράγοντες που διαφοροποιούν τις ποικίλες ψυχολογικές αντιδράσεις στο διαζύγιο και στην προσαρμογή μετά το χωρισμό, όπως η προσωπικότητα και η αυτοεκτίμηση του κάθε συζύγου, ο ρόλος του κάθε συζύγου στη λήψη της απόφασης για το διαζύγιο, η διάρκεια του γάμου, η επικοινωνία και η ποιότητα της σχέσης των συζύγων πριν και μετά το χωρισμό, οι αλλαγές στην οικονομική κατάσταση, η ύπαρξη συγγενών και φίλων για υποστήριξη κλπ (Chiriboga et al., 1978; Duncan &Hoffman, 1985; Goetting, 1981; Kelly, 1982; McLanahan et al., 1981).
Μία κοινή απόφαση διαζυγίου είναι ασυνήθιστη καθώς τις περισσότερες φορές ο ένας από τους δύο συζύγους θέλει να χωρίσει πολύ περισσότερο απ’ ότι θέλει ο άλλος ή ακόμη δεν επιθυμεί να χωρίσει καθόλου, οπότε διαφέρουν αντίστοιχα και οι αντιδράσεις τους, τα συναισθήματα και η προσαρμογή τους και με αυτό τον τρόπο δημιουργείται μία ψυχολογική ανισορροπία (Kelly, 1982). Η κυριότερη διαφορά στις ψυχολογικές τους αντιδράσεις είναι ότι ο/η σύζυγος που είχε την πρωτοβουλία για το διαζύγιο αισθάνεται να έχει τον έλεγχο της κατάστασης και δεν έχει έκδηλα αισθήματα ταπείνωσης και απόρριψης, ενώ έχει ήδη προετοιμαστεί και εξοικειωθεί νοητικά για την κατάσταση μετά το χωρισμό, σε αντίθεση με τον/την σύζυγο που δεν ήθελε το διαζύγιο και αισθάνεται εγκατάλειψη, ταπείνωση και έλλειψη δύναμης για να επηρεάσει την απόφαση του άλλου συζύγου (Wallerstein & Kelly, 1980a).Ωστόσο, το ξεκίνημα της διαδικασίας του διαζυγίου συχνά προκαλεί στο/στη σύζυγο που είχε την πρωτοβουλία αισθήματα ενοχής για τον πόνο που προξενεί στα Υπόλοιπα μέλη της οικογένειας, καθώς και αισθήματα αποτυχίας που συχνά μετατρέπονται σε θυμό, επειδή δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες και την αποτυχία του γάμου(Kessler, 1975).
Το διαζύγιο δεν είναι μία κατάσταση που αρχίζει από τη μία στιγμή στην άλλη, αλλά προετοιμάζεται από πολύ νωρίς και για να πάρει μορφή και να γίνει πράξη χρειάζεται έντονη ψυχολογική δοκιμασία και από τους δύο συζύγους. Σ’ ένα διαζύγιο μπορεί να δοκιμάζεται περισσότερο ο ένας ή ο άλλος και να υπάρχουν διαφορές στις ψυχολογικές αντιδράσεις των συζύγων ανάλογα με τη θέση που παίρνει στο θέμα αυτό, ωστόσο, το διαζύγιο αποτελεί και για τους δύο συζύγους μία μάχη στην οποία κανείς δεν είναι τελικά νικητής (Χουρδάκη, 1992).
Tο γεγονός της απώλειας ενός προσώπου με το οποίο υπήρχαν πολλές κοινές εμπειρίες και αναμνήσεις αποτελεί μία από τις πιο τραυματικές εμπειρίες που αντιμετωπίζει ο άνθρωπος στη ζωή του και ο ψυχικός πόνος που προέρχεται από το χωρισμό είναι μεγάλος και για τους δύο συζύγους. Έρευνες έχουν δείξει ότι σε άτομα χωρισμένα ή διαζευγμένα εμφανίζονται σε μεγαλύτερα ποσοστά σε σύγκριση με τους παντρεμένους, ψυχοσωματικές διαταραχές καθώς το στρες προσβάλλει το ανοσοποιητικό σύστημα, προβλήματα αλκοολισμού, θανάτων, αυτοκτονιών, ανθρωποκτονιών, καθώς και τροχαίων ατυχημάτων ιδιαίτερα κατά την περίοδο των έξι μηνών πριν και μετά από το χωρισμό. Εντούτοις, περισσότερα προβλήματα υγείας αναφέρονται σε άτομα που είναι δυστυχισμένα στο γάμο τους παρά στους χωρισμένους (Bloom et al., 1978; Wertlieb et al., 1984).
Ο Wiseman (1975) αναφέρει τα πέντε στάδια της ψυχοσυναισθηματικής προσαρμογής του ατόμου στη διαδικασία του διαζυγίου. Πρώτο στάδιο είναι η άρνηση, την οποία χρησιμοποιούν συχνά οι σύζυγοι για να διατηρήσουν το γάμο τους και γίνεται είτε ότι είναι ικανοποιημένοι από την έγγαμη ζωή τους παρά τις δυσκολίες, είτε με παραδοχή ότι υπάρχουν σοβαρά προβλήματα που όμως τα αποδίδουν σε εξωτερικούς παράγοντες, όπως οι οικονομικές δυσκολίες ή τα προβλήματα παιδιών, με σκοπό να αποφύγουν τη συνειδητή αντιμετώπιση τους.
Επόμενο στάδιο είναι η απώλεια και κατάθλιψη, όπου με τη σταδιακή συνειδητοποίηση της σοβαρότητας της κατάστασης προκύπτει η ανάγκη αντιμετώπισης της πραγματικότητας που συνοδεύεται με συναισθήματα όπως λύπη, κατάθλιψη, μοναξιά, απελπισία, έλλειψη επικοινωνίας με τους άλλους εξαιτίας της απώλειας ενός σημαντικού προσώπου από τη ζωή τους. Ακολουθεί το στάδιο του θυμού και της αμφιθυμίας. Η ρύθμιση θεμάτων οικονομικών και πρακτικών, καθώς και σχετικών με την επιμέλεια των παιδιών προξενεί έντονα αισθήματα θυμού, απογοήτευσης και αμφισβήτησης, τα οποία αποτελούν την αιτία της κατάθλιψης, ενώ η έκφραση όλων αυτών των αρνητικών συναισθημάτων και η αντιμετώπιση τους είναι καθοριστική για την αποδοχή του διαζυγίου. Πολλές φορές εμφανίζονται και αισθήματα αμφιθυμίας, γι’ αυτό γίνονται προσπάθειες συμφιλίωσης και επανασύνδεσης των συζύγων.
Στη συνέχεια έχουμε το στάδιο του επαναπροσδιορισμού του τρόπου ζωής και της ταυτότητας, όπου κάθε άτομο προσπαθεί να προσαρμοστεί σε ένα νέο τρόπο ζωής που απαιτεί τον επαναπροσδιορισμό της ταυτότητας του στον προσωπικό, επαγγελματικό, σεξουαλικό και κοινωνικό τομέα. Με αυτό τον τρόπο, το άτομο μπορεί να φτάσει στο τελικό στάδιο της αποδοχής του χωρισμού παράλληλα με τη σταδιακή σταθεροποίηση της νέας του ταυτότητας, τα οποία μπορούν να επιτευχθούν με αντιμετώπιση των αισθημάτων θυμού προς τον άλλο σύζυγο και απόκτηση μεγαλύτερης κατανόησης και συνεργασίας, ιδιαίτερα για θέματα που αφορούν τα παιδιά.
Στην προσαρμογή του ατόμου στη διαδικασία του διαζυγίου, η Kessler (1975) αναφέρει το γνωστό στάδιο της «δεύτερης εφηβείας», κατά το οποίο αφού περάσει ο πόνος, το άτομο αρχίζει να έχει αισθήματα ανακούφισης, εσωτερικής χαράς και απελευθέρωσης από τις δυσκολίες του διαζυγίου παράλληλα με τον επαναπροσδιορισμό της νέας του ταυτότητας που επιτυγχάνεται σιγά-σιγά.
Αυτά τα αισθήματα αισιοδοξίας ξυπνούν ανάγκες του παρελθόντος που είχαν μείνει χρόνια ανικανοποίητες. Η πρόκληση για κάλυψη επιθυμιών που είχαν απωθηθεί στο παρελθόν είναι παρόμοια με τα αντίστοιχα βιώματα της εφηβικής ηλικίας. Έτσι, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα στην αρχή, στα πλαίσια της πρόσφατα αποκτημένης ελευθερίας, το άτομο να παρουσιάζει υπερβολικές αντιδράσεις, να έχει συμπεριφορά και στάση εφήβου και να δημιουργεί πολλές επιφανειακές σχέσεις, γεγονός που αποτελεί ένα φυσιολογικό στάδιο στη διαδικασία προς τη νέα φάση της ζωής του με το πέρασμα του χρόνου, όμως, συνήθως γίνεται η μετάβαση από σύντομες περιστασιακές ερωτικές σχέσεις σε στενές συντροφικές σχέσεις με συναισθηματική δέσμευση και βαθύτερη επικοινωνία (Bohannon, 1970; Cleveland, 1979; Kessler, 1975; Πιντέρης, 2000).
Παλαιότερα, τα χωρισμένα άτομα ήταν δακτυλοδεικτούμενα και πολλές φορές η κριτική ήταν πολύ αυστηρή, με αποτέλεσμα να μην μπορούν να σταθούν στο κοινωνικό σύνολο και να αισθάνονται άνετα. Στη σημερινή εποχή είναι περισσότερο αποδεκτοί στους κοινωνικούς κύκλους και η προσαρμογή τους γίνεται ευκολότερη απ’ ότι παλαιότερα. Παρ’ όλα αυτά, η πλειοψηφία των χωρισμένων μητέρων παραπονιέται για κοινωνική απομόνωση και πράγματι έχουν λιγότερες κοινωνικές επαφές σε σχέση με τους χωρισμένους άντρες ή τα παντρεμένα ζευγάρια (Χουρδάκη, 1992).
Κατά την αρχική χρονική περίοδο μετά το διαζύγιο, επικρατεί ένα έντονο συναίσθημα μοναξιάς, καθώς οι κοινωνικές σχέσεις και η κοινωνική ζωή των ατόμων μετά το διαζύγιο συχνά περιορίζονται δραστικά. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η κοινωνική ζωή και οι αντίστοιχοι κοινωνικοί ρόλοι τείνουν να οργανώνονται με βάση τα ζευγάρια και τις πυρηνικές οικογένειες και έτσι, συχνά τα χωρισμένα άτομα δε θεωρούνται κατάλληλα για συμμετοχή σε κοινωνικές εκδηλώσεις, ενώ πολλές φορές θεωρούνται ακόμη και απειλή για τα παντρεμένα ζευγάρια, ιδιαίτερα οι χωρισμένες γυναίκες (Goetting, 1981; Milardo, 1987).
Οι περισσότερες μόνες μητέρες διατηρούν τις παλιές στενές τους φιλίες, που τους προσφέρουν συμβουλές, κατανόηση και συναισθηματική στήριξη, ενώ με την πάροδο του χρόνου δημιουργούνται και νέες φιλίες, που συνήθως δεν συμπεριλαμβάνουν πολλά ζευγάρια (Leslie & Grady, 1985; McLanahan et al., 1981).
Ωστόσο, ο περιορισμένος διαθέσιμος χρόνος συχνά δυσκολεύει τις μόνες μητέρες στο να διατηρήσουν τις κοινωνικές επαφές ή να δημιουργήσουν νέες σχέσεις εξαιτίας του υπερβολικού καθημερινού φόρτου εργασίας και της φροντίδας της οικογένειας, με αποτέλεσμα να καταλήγουν να έχουν λιγότερους φίλους και να συμμετέχουν λιγότερο σε κοινωνικές και ψυχαγωγικές εκδηλώσεις σε σχέση με τις παντρεμένες γυναίκες, αλλά και με τους πρώην συζύγους τους(Hetherington et al., 1977).
Οι μόνες μητέρες επωμίζονται τις υποχρεώσεις για το νοικοκυριό, την ανατροφή των παιδιών και την εργασία τους εξαιτίας της απουσίας του ενός γονέα από το σπίτι. Η συνεχής προσπάθεια των διαζευγμένων μητέρων να αντεπεξέλθουν στο καθημερινό φορτωμένο πρόγραμμα, τους προκαλεί πρόσθετη συναισθηματική επιβάρυνση, ένταση, άγχος, κούραση και εξάντληση, ενώ η έλλειψη χρόνου και ενέργειας λόγω της έντονης προσπάθειας τους να ανταποκριθούν σε διαφορετικούς ρόλους έχει επιπτώσεις στην ατομική και ερωτική τους ζωή (Weiss, 1979b). Η Κογκίδου (1995) αναφέρει ότι ανεξάρτητα από το βαθμό εμπλοκής του πατέρα στη ζωή του παιδιού, οι μόνες μητέρες καλούνται να ασκήσουν και τμήμα τουλάχιστον του πατρικού ρόλου, γι’ αυτό συχνά βιώνουν μεγάλο συναισθηματικό και πρακτικό φόρτο, αλλά και συγκρούσεις ρόλων. Η παρουσία του πατέρα έδινε τη δυνατότητα στη μητέρα – έστω και φαντασιακά – να έχει μεγαλύτερη ευελιξία στην άσκηση των διαφόρων ρόλων.
Η κυρίαρχη ιδεολογία είναι ότι η γυναίκα ευθύνεται για όλα τα θέματα που σχετίζονται με τα παιδιά και την οικογένεια, με αποτέλεσμα οι ίδιες οι μητέρες να συμμερίζονται την άποψη αυτή και να αισθάνονται ενοχές για όλα, γι’ αυτά που δεν πρόλαβαν να κάνουν ή δεν τα έκαναν καλά. Έτσι, η μητέρα αισθάνεται ενοχές για τα ψυχοσωματικά προβλήματα του παιδιού της, για τις επιδόσεις του στο σχολείο, για τη συμπεριφορά του, για το γεγονός ότι το παιδί βλέπει αρκετή ώρα τηλεόραση ώστε να διευθετήσει τις δουλειές της ή για το γεγονός ότι τρώει γλυκά ως επιβράβευση για την ησυχία που της χάρισε. Για τον κίνδυνο της δικής της σωματικής και ψυχικής υγείας δε δίνει καμία σημασία, ενώ εξακολουθεί να νιώθει ότι δεν μπορεί να ανταποκριθεί, όσο τουλάχιστον θα ήθελε, στις ανάγκες του παιδιού της. Πολλές φορές, οι μητέρες εξαιτίας της μεγάλης πίεσης που αισθάνονται για να είναι σε όλα σωστές, φθάνουν στο σημείο να αναπολούν τα χρόνια προτού γεννηθούν τα παιδιά τους(Γαλάνης, 1995).
Σε έρευνα όπου συμμετείχαν 225 μόνες μητέρες με χαμηλό εισόδημα, βρέθηκε ότι περίπου το 60% των μόνων γυναικών παρουσίαζε υψηλά συμπτώματα κατάθλιψης, τα οποία σχετίστηκαν με υψηλότερη καθημερινή πίεση και εντονότερη αποφυγή αντιμετώπισης των προβλημάτων τους. Στην ίδια έρευνα, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι τα συμπτώματα κατάθλιψης των μόνων μητέρων σχετίζονται έμμεσα με τη συμπεριφορά των παιδιών, η οποία, όμως, επηρεάζεται από τις στάσεις των ίδιων των γονιών (Hall et al.,1991). Σε έρευνα των Demo και Acock (1996b) βρέθηκε ότι διαζευγμένες μητέρες, οι οποίες ήταν για πολύ καιρό μόνες είχαν χαμηλότερη αυτοεκτίμηση και περισσότερη κατάθλιψη σε σχέση με τις παντρεμένες γυναίκες, ωστόσο, η μορφή οικογένειας αυτή καθεαυτή εξηγεί ένα μικρό βαθμό της μειωμένης ευεξίας των μόνων μητέρων. Επιπλέον, σε μόνες μητέρες με σημαντική συναισθηματική διαταραχή αυξάνεται σημαντικά ο κίνδυνος ανάπτυξης μίας ανασφαλούς σχέσης μεταξύ των ιδίων και των παιδιών τους (Radke-Yarrowet al., 1985).
Ένα συνηθισμένο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι διαζευγμένοι μόνοι γονείς είναι το γεγονός ότι πολλές φορές τα μικρά παιδιά επιζητούν έντονα τη συνεχή προσοχή και φροντίδα, ιδιαίτερα της μητέρας, καθώς παραπονιούνται, γκρινιάζουν, εκδηλώνουν αρνητική συμπεριφορά και έχουν πολλές απαιτήσεις από τους γονείς τους κάνοντας τη σύγκριση με τους συνομήλικους τους που ζουν και με τους δύο γονείς. Έτσι, η υπέρμετρη προσπάθεια από μέρους των μόνων γονέων με σκοπό και τα δικά τους παιδιά να απολαμβάνουν όλες τις ευκαιρίες και εμπειρίες, έχει σαν αποτέλεσμα να επιβαρύνεται εξαιρετικά το καθημερινό τους πρόγραμμα (Weiss, 1979a).
Τα χωρισμένα άτομα χαρακτηρίζονται από φόβο και άγχος μπροστά στο άγνωστο, καθώς το διαζύγιο αποτελεί τέλος σε μία κατάσταση, αλλά και αρχή για μία άλλη και αυτή η αρχή είναι αβέβαιη. Το άγχος είναι διάχυτο σ’ όλη την ψυχολογία τους και πολύ περισσότερο φοβάται αυτός που δεν είχε την πρωτοβουλία του διαζυγίου και δεν ξέρει ποιο δρόμο να τραβήξει και προς ποια κατεύθυνση να στραφεί. Ο σύζυγος που δέχεται το διαζύγιο συχνά δε θέλει να αποκοπεί από το παρελθόν και ανακουφίζεται συζητώντας και ξαναζώντας την κατάσταση που είχε περάσει, σε αντίθεση με το σύζυγο που καταφεύγει πρώτος στο διαζύγιο και χαρακτηρίζεται από βαθύτατη ανάγκη να ξεκόψει από το παρελθόν. Παράλληλα, οι περισσότεροι χωρισμένοι γονείς αισθάνονται ενοχή απέναντι στα παιδιά τους και σκέφτονται ότι αυτά αποτελούν τα θύματα αυτής της κατάστασης δίχως να φταίνε, όμως δεν μπορούν να αλλάξουν τακτική και ελπίζουν ότι στο μέλλον θα τους δώσουν ορισμένες αναπληρώσεις ή εξηγήσεις, για να απαλλαγούν από το αίσθημα της ενοχής και τα παιδιά να στραφούν προς αυτούς με κάποια δικαίωση. Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες μητέρες, κυρίως, που αισθάνονται δυσφορία απέναντι στα παιδιά τους γιατί τα θεωρούν σαν εμπόδιο για να μπορέσουν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους (Χουρδάκη, 1992).
Όταν η μονογονεϊκότητα προκύπτει ως απρόσμενη ή δυστυχής κατάληξη ενός γάμου, οι μόνοι γονείς συχνά αποστασιοποιούνται από τα παιδιά και επανέρχονται πανικόβλητοι να καλύψουν τις χαμένες αποστάσεις έπειτα από την αποκατάσταση της προσωπικής τους συναισθηματικής ισορροπίας. Οι διαζευγμένες μητέρες συνήθως επανακτούν την ικανότητα τους για φροντίδα και επικοινωνία με τα παιδιά σε διάστημα δύο χρόνων από την έκδοση του διαζυγίου (Hetherington, 1991). Οι διαζευγμένοι γονείς που διακατέχονται από έντονο θυμό και οργή, πολλές φορές κρατάνε το παιδί μακριά από τον άλλο γονέα αισθανόμενοι ότι με αυτό τον τρόπο τιμωρούν τον πρώην σύντροφο τους ή προσπαθούν να συμμαχήσουν με το παιδί με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό του άλλου γονέα από τη ζωή του παιδιού (Kelly, 1982).Επιπλέον, πολλοί μόνοι γονείς συχνά αντιμετωπίζουν με ζήλια τις εκδηλώσεις αγάπης των παιδιών τους προς τον άλλο γονέα και δυσκολεύονται να δεχτούν ότι αυτό που άλλαξε είναι η συζυγική τους σχέση και όχι η γονεϊκή (Wallerstein & Kelly, 1980a, 1980b).
Έρευνα της Hetherington και των συνεργατών της (1976) έδειξε ότι η μοναξιά εξακολουθούσε να αποτελεί πρόβλημα για τα χωρισμένα άτομα πέντε χρόνια μετά το διαζύγιο, όμως ήταν εντονότερο για τις γυναίκες παρά για τους άντρες, ενώ παράλληλα οι γυναίκες ένιωθαν άσχημα για τις περιστασιακές ερωτικές τους σχέσεις με το πέρασμα των χρόνων, η ένταση του αισθήματος της μοναξιάς είχε μειωθεί καθώς άντρες και γυναίκες είχαν εδραιώσει άλλες κοινωνικές επαφές ως εναλλακτικές λύσεις για τη μη ικανοποιητική αισθηματική τους ζωή. Ο μπαμπάλης (2005α) αναφέρει ότι η επαγγελματική δραστηριότητα στην οποία οδηγούνται οι περισσότεροι μόνοι γονείς, τους κοινωνικοποιεί εκ των πραγμάτων και κατ’ επέκταση κοινωνικοποιεί και τα παιδιά τους. Ακόμη και στις περιπτώσεις όπου οι μόνοι γονείς διαθέτουν άλλους οικονομικούς πόρους πέρα από την εργασία τους, φαίνεται να τείνουν προς αυτή με μόνο σκοπό τη διεύρυνση του κοινωνικού τους κύκλου και ως αντίδραση στη μοναξιά που αισθάνονται. Όσον αφορά τις ερωτικές σχέσεις μετά το διαζύγιο, οι μόνοι γονείς συμπεριφέρονται διαφορετικά. Οι γυναίκες συνήθως κρατούν τη σχέση τους μακριά από τα παιδιά ισχυριζόμενες ότι πάνω απ’ όλα είναι μητέρες και θέλουν να προστατέψουν τα παιδιά τους.
Αντίθετα, οι άνδρες διστάζουν λιγότερο να παρουσιάσουν τη φίλη τους στο παιδί ή να έχουν κάποιες κοινές δραστηριότητες. Εξάλλου για τους διαζευγμένους πατέρες που συνήθως δεν έχουν την επιμέλεια των παιδιών και ζουν με τα παιδιά τους λιγότερο χρόνο, είναι ευκολότερο και συχνά γίνεται πιο γρήγορα ένας νέος γάμος ή μία συμβίωση και επισημοποίηση της σχέσης τους με μία νέα σύντροφο σε σχέση με τις μόνες μητέρες. Ωστόσο, ο νέος σύντροφος του μόνου γονέα δεν μπορεί να θεωρηθεί πατρικό υποκατάστατο, αν και παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του παιδιού (Κογκίδου, 1995).
Η πλήρης αποκατάσταση από το διαζύγιο απαιτεί πολλά χρόνια και για ορισμένους Χωρισμένους μπορεί να αποτελεί πηγή δυστυχίας και το τέλος κάθε προσπάθειας, ενώ για άλλους να σημαίνει την αρχή μιας καινούριας ζωής. Εντούτοις, όταν ξεπεραστεί η φάση σύγχυσης και μοναξιάς, οι περισσότεροι εντάσσονται στο κοινωνικό σύνολο και συμμετέχουν σε φιλικές συγκεντρώσεις και άλλες κοινωνικές εκδηλώσεις, ενώ οι μόνοι γονείς φαίνεται να προσεγγίζουν και να αποκτούν καινούριες φιλίες από άτομα που δείχνουν πιο συγκαταβατικά στη συγκεκριμένη μορφή οικογένειας. Λίγοι παραμένουν στην απομόνωση και αποφεύγουν εσκεμμένα το αντίθετο φύλο για λόγους ψυχολογικούς, πολλοί παίρνουν ξανά το δρόμο των ερωτικών σχέσεων γεμάτοι τρόμο, ανησυχία και λιγότερη εμπιστοσύνη, όμως σχεδόν όλοι με την πάροδο του χρόνου επανακτούν την ελπίδα και την αυτοεκτίμηση (Ρήγα και συν., 2006).
2.5. Η ποιότητα των σχέσεων μεταξύ των μελών των μονογονεϊκών οικογενειών
Η λειτουργία της οικογένειας και οι σχέσεις μεταξύ των μελών της μετά το διαζύγιο έχουν καθοριστική σημασία στην προσαρμογή όλων των μελών της οικογένειας. Το διαζύγιο αποτελεί τη λύση του γάμου, αλλά δεν προκαλεί τη διάλυση της οικογένειας. Η οικογένεια αλλάζει μορφή, οι γονείς παύουν να είναι σύζυγοι και ο ένας μετακομίζει σε άλλο σπίτι, όμως τα παιδιά εξακολουθούν να έχουν δύο γονείς και οι γονείς συνεχίζουν να έχουν το γονεϊκό ρόλο. Ο χωρισμός των γονέων αναπόφευκτα προκαλεί αλλαγές στις σχέσεις των μελών της οικογένειας, καθώς και διαφορές στο ρόλο και τις υποχρεώσεις του γονέα που έχει την επιμέλεια των παιδιών – συνήθως της μητέρας – σε σύγκριση με το γονέα που δεν έχει την επιμέλεια (Χατζηχρήστου, 1999).
2.5.1. Η ποιότητα της σχέσηςμεταξύ γονέα που έχει την επιμέλεια και παιδιού
Κατά την αρχική περίοδο μετά το χωρισμό, οι διαζευγμένες μητέρες, που κατά κύριο λόγο έχουν την επιμέλεια των παιδιών, παράλληλα με την ατομική ψυχολογική τους προσαρμογή, έχουν να αντιμετωπίσουν τις αλλαγές σε όλους τους τομείς της ζωής τους με επακόλουθες επιπτώσεις στις μεθόδους διαπαιδαγώγησης και στην επικοινωνία τους με τα παιδιά. Έχει παρατηρηθεί ότι κατά την περίοδο αυτή, οι διαζευγμένες μητέρες, σε σύγκριση με τις παντρεμένες, δείχνουν λιγότερη συνέπεια και αποτελεσματικότητα στον έλεγχο των παιδιών και έχουν μικρότερες απαιτήσεις και προσδοκίες από αυτά καθώς και λιγότερο στοργική επικοινωνία με τα παιδιά τους (Demo & Acock, 1996a; Dornbusch et al., 1985;Hetherington, 1991; Hetherington et al., 1982; Weiss, 1979a). Οι διαζευγμένες μητέρες επανακτούν συνήθως την ικανότητα τους για φροντίδα και επικοινωνία με τα παιδιά σε διάστημα δύο χρόνων μετά το διαζύγιο, υπάρχει όμως η πιθανότητα να συνεχιστούν τα προβλήματα άσκησης ελέγχου και επίβλεψης, ιδιαίτερα μεταξύ μητέρων και γιων(Hetherington, 1991; Hetherington et al., 1985).
Η επιβάρυνση που νιώθουν οι διαζευγμένες μητέρες από τις πολλές υποχρεώσεις και ευθύνες, τις απαιτήσεις των παιδιών, τα αισθήματα ενοχής, την απουσία ενός συντρόφου για υποστήριξη και τα αισθήματα μοναξιάς μπορεί να οδηγήσουν στην αναζήτηση συναισθηματικής ασφάλειας και φροντίδας από τα παιδιά εφηβικής ηλικίας, ιδιαίτερα τα αγόρια.
Οι έφηβοι στις μονογονεϊκές οικογένειες, με τη σειρά τους, συνήθως αναλαμβάνουν περισσότερα καθήκοντα και υποχρεώσεις στο σπίτι και έχουν μεγαλύτερη αυτονομία στη λήψη αποφάσεων, ενώ αποκτούν εμπειρίες καθοριστικές που διευκολύνουν τη γρηγορότερη ωρίμανση τους (Dornbusch et al., 1985; Weiss, 1979a). Η σχέση μητέρας και παιδιού συχνά χαρακτηρίζεται από μία αντιστροφή ρόλων και το παιδί έχοντας ιδιαίτερες ευθύνες και φροντίδα για τη μητέρα του, αντιμετωπίζει δυσκολίες στην κάλυψη των δικών του συναισθηματικών αναγκών, αλλά και στις σχέσεις του με το ευρύτερο περιβάλλον. Το παιδί κατέχει μία θέση συντρόφου του μόνου γονέα και με τον τρόπο αυτό, αναπτύσσονται δεσμοί αποκλειστικότητας ανάμεσα στο γονέα και το παιδί, ενώ υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθεί μία κατάσταση αμοιβαίας εξάρτησης, όπου η κατάκτηση της αυτονομίας και του αποχωρισμού του παιδιού να τίθενται σε κίνδυνο (Clement, 1993;Herbert, 1998; Thompson & Gongla, 1983; Wallerstein & Kelly, 1980a).
Ο Franz (1983) υποστηρίζει ότι πολλές μόνες μητέρες προσδοκούν υποσυνείδητα και στοχεύουν μακροπρόθεσμα στην απόδοση του ανδρικού ρόλου της οικογένειας στο ίδιο το παιδί, ιδιαίτερα όταν αυτό πλησιάζει την εφηβική ηλικία. Το παιδί αποτελεί τη μόνη διέξοδο στη μοναξιά τους, επενδύουν συναισθηματικά σ’ αυτό και αντιμετωπίζεται ως ενήλικο άτομο με αυτό τον τρόπο, προσπαθούν μέσω της σχέσης τους με το παιδί να βιώσουν αυτά που δε γεύτηκαν από τον αποτυχημένο τους γάμο. Εάν η μόνη μητέρα αντέξει την αμφισβήτηση της από το παιδί, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της εφηβείας, και επιτρέψει τη σταδιακή ανεξαρτητοποίηση του παιδιού από την ίδια, τότε η ανάπτυξη του εφήβου θα εξελιχθεί ομαλά.
Ο Smith (1980) και ο Weiss (1979c) αναφέρουν ότι η μονογονεϊκή οικογένεια συχνά παρουσιάζει τάση απομόνωσης από τον κοινωνικό περίγυρο, με αποτέλεσμα το βάρος της ικανοποίησης των ψυχολογικών αναγκών να πέφτει κυρίως στα μέλη της, τα οποία προσπαθούν να δημιουργούν μεταξύ τους κλίμα σύμπνοιας και να υποτάσσουν τις σκέψεις και τα συναισθήματα τους στην οικογένεια. Έτσι, δημιουργείται ένα ζεύγος γονέα-παιδιού που αποτελεί μία πολύ διαφορετική μορφή σχέσης από το σύνηθες. Η σχέση αυτή χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη ισότητα, εγγύτητα και σύμπνοια.
Σε έρευνα όπου συμμετείχαν 2,374 έφηβοι ηλικίας 10-18 ετών, βρέθηκε ότι οι μόνοι γονείς, σε σύγκριση με τους γονείς των τυπικών οικογενειών, είναι λιγότερο ενήμεροι για τις καθημερινές δραστηριότητες και εμπειρίες των παιδιών τους, όπως για το τι κάνουν μετά το σχολείο, πώς ξοδεύουν τα λεφτά τους, εάν γνωρίζουν τους φίλους τους ή τους γονείς των φίλων τους, καθώς και για το πόσο ενήμεροι είναι για τα μέρη που βρίσκονται τα παιδιά τους όταν βγαίνουν έξω το βράδυ μέσα από τις δηλώσεις των εφήβων, διαπιστώθηκε ότι οι νέοι από τυπικές οικογένειες δέχονταν ερωτήσεις από τους γονείς τους για τα κατατόπια και τις καθημερινές τους εμπειρίες συχνότερα από τους νέους των μονογονεϊκών οικογενειών και αντιλαμβάνονταν ότι οι γονείς τους γνώριζαν περισσότερα για την καθημερινότητα τους.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι αρκετοί έφηβοι των μονογονεϊκών οικογενειών αποκάλυπταν περισσότερο από μόνοι τους τις καθημερινές τους δραστηριότητες στους μόνους γονείς σε σχέση μ’ αυτούς των πυρηνικών οικογενειών. Οι μόνοι γονείς εξαιτίας της διευθέτησης των πολλαπλών καθημερινών τους υποχρεώσεων και της μη διαθεσιμότητας τους για συζητήσεις που αφορούν καθημερινά θέματα, πιθανό να επαναπαύονται και να στηρίζονται στην αποκάλυψη των ίδιων των παιδιών τους παρά στη χρήση άλλων μεθόδων ελέγχου, όπως την ανάκριση μέσω ερωτήσεων (Bumpus & Rodgers,2009).
Ο μειωμένος γονεϊκός έλεγχος στις μονογονεϊκές οικογένειες πιθανό να οφείλεται στο γεγονός ότι οι έφηβοι αυτών των οικογενειών συχνά παρουσιάζουν περισσότερη αυτονομία στη συμπεριφορά τους σε σχέση με άλλους εφήβους. Οι έφηβοι αυτών των οικογενειών συχνά αναλαμβάνουν περισσότερες ευθύνες και αυτή η αλλαγή των ρόλων έχει σαν αποτέλεσμα οι έφηβοι να αισθάνονται αποδεσμευμένοι από την καθημερινή αναφορά των εμπειριών τους στους γονείς. Έτσι, αποκαλύπτουν λιγότερο συχνά πληροφορίες για τις δραστηριότητες τους και αυτό πιθανό να δικαιολογεί και τα υψηλότερα επίπεδα προβλημάτων συμπεριφοράς που παρουσιάζουν (Hetherington et al., 1998).
Οι μόνοι γονείς τείνουν να είναι λιγότερο αυταρχικοί και περισσότερο ελαστικοί με τα παιδιά τους, ενώ παράλληλα, υπάρχουν περισσότερες συγκρούσεις μεταξύ τους και τα παιδιά αντιλαμβάνονται ότι έχουν λιγότερη υποστήριξη από τους γονείς τους (Amato &Keith, 1991a; Bumpus & Rodgers, 2009; Dornbusch et al., 1987; Rodgers & Rose, 2002).Οι μόνες μητέρες θεωρούν ότι δεν μπορούν να δείξουν αυστηρότητα χωρίς να θέσουν σε κίνδυνο την αγάπη προς το παιδί τους και συχνά πιστεύουν ότι οι ίδιες αποτελούν τα πάντα γι’ αυτό. Πολλές μόνες μητέρες αναγνωρίζουν ότι κάνουν σχεδόν όλα τα χατίρια στο παιδί τους και δεν μπορούν να επιβάλουν πειθαρχία, γιατί αυτό μπορεί να θεωρηθεί από το παιδί ως απειλή ή έλλειψη αγάπης εκ μέρους τους (Κογκίδου, 1995).
Ο Ryan (1981) ενισχύει την πιο πάνω άποψη, υποστηρίζοντας ότι οι περισσότεροι μόνοι γονείς αποφεύγουν την εφαρμογή απλών κανόνων, όταν αυτοί δυσαρεστούν το παιδί, καλλιεργώντας ένα κλίμα χαλαρότητας από φόβο μήπως η πίεση αυτή μεταφραστεί από το παιδί τους ως έλλειψη αγάπης από τη μεριά τους. Παράλληλα, αυτό μπορεί να γίνεται από το μόνο γονέα προκειμένου είτε να κερδίσει την προτίμηση του παιδιού έναντι του άλλου γονέα είτε να ανακουφίσει τα παιδιά από τη ματαίωση που βίωσαν με το διαζύγιο.
2.5.2. Η ποιότητα της σχέσηςμεταξύ γονέα που δεν έχει την επιμέλεια και παιδιού
Οι συναισθηματικές αντιδράσεις και η σχέση με τα παιδιά για το γονέα που δεν έχει την επιμέλεια – συνήθως τον πατέρα – διαφέρουν συγκριτικά με τον άλλο γονέα. Πολλοί νέοι διαζευγμένοι πατέρες δηλώνουν ότι η εμπειρία της άσκησης της πατρότητας τους γεμίζει ικανοποίηση, χαρά και ζωντάνια, ενώ μέσα από τη σχέση τους με τα παιδιά τους, αποποιήθηκαν στην πράξη αρκετά από τα φορτία του στερεότυπου ανδρικού ρόλου και απέκτησαν τη δική τους οπτική στα απλά καθημερινά πράγματα, συμμετέχοντας ενεργά στην ανατροφή των παιδιών τους. Έτσι, πολλοί πατέρες ανακαλύπτουν τις μικρές χαρές της πατρότητας αφού χωρίσουν, άλλοι βρίσκουν πολύ σκληρό και οδυνηρό το γεγονός ότι βλέπουν τα παιδιά τους τόσο λίγο χρονικό διάστημα, ενώ άλλοι δεν έχουν τακτική επικοινωνία με αυτά. Εντούτοις, στη σημερινή εποχή έχει πλέον αποδειχθεί ότι η στενή σχέση πατέρα και παιδιού αυξάνει τα επίπεδα ευεξίας του παιδιού και ο πατέρας μπορεί να συμβάλλει σημαντικά και με μοναδικό τρόπο στην ανάπτυξη του παιδιού του (Amato, 1994;Κογκίδου, 1995).
Η ποιότητα της σχέσης του γονέα που δεν έχει την επιμέλεια και του παιδιού, αρχικά τείνει να βελτιώνεται για ένα χρονικό διάστημα και χειροτερεύει όταν η συχνότητα των επαφών μειώνεται (Earls & Siegel, 1980; Hetherington et al., 1976). Η δυνατότητα αλληλεπίδρασης απόντα γονέα και παιδιού μειώνεται όταν παρεμποδίζεται η πρόσβαση του στην οικογένεια και όταν παρεμβαίνουν πιθανές κακές σχέσεις που έχουν οι γονείς μεταξύ τους, ενώ παράλληλα, εξαρτάται από το βαθμό εμπλοκής του στην οικογένεια, προτού αυτή εισέλθει στην κατάσταση της μονογονεϊκότητας και από τη διαθεσιμότητα του (Fulton, 1979; Keshet,1980; Rosenthal & Keshet, 1981; Wallerstein & Kelly, 1980a, 1980b; Weiss, 1979c).
Τα αποτελέσματα πολλών ερευνών συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι η συχνότητα της επικοινωνίας και των επισκέψεων μεταξύ πατέρα και παιδιών μειώνεται σημαντικά με την πάροδο του χρόνου και η πατρική εμπλοκή σε θέματα των παιδιών βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα, με αποτέλεσμα την έλλειψη συναισθηματικής και υλικής υποστήριξης των παιδιών από τον πατέρα (Amato, 1987; Furstenberg & Nord, 1985; Furstenberg et al., 1983; Hetherington et al., 1976; Seltzer, 1991; Wallerstein & Kelly, 1980b).
Η στενή σχέση που συχνά αναπτύσσεται μεταξύ μόνης μητέρας και παιδιού, καθώς και η ουσιαστική απουσία του πατέρα από τη ζωή του παιδιού ευνοούν την ανάπτυξη του αισθήματος της παντοδυναμίας στη μητέρα και αποκλείουν ακόμη περισσότερο τον πατέρα από το παιδί, ενώ ο αποκλεισμός αυτός μπορεί να ενισχύεται συνειδητά ή ασυνείδητα από τη μητέρα.
Ωστόσο, όταν το παιδί διατηρήσει στενή και τακτική επαφή με τον πατέρα του μετά το διαζύγιο, τότε ο πατέρας εξακολουθεί να επιδρά στη συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού του (Fulton, 1979; Hetherington, 1979). Η περιορισμένη επικοινωνία με τα παιδιά αποτελεί την πλέον οδυνηρή εμπειρία για πολλούς διαζευγμένους πατέρες και συσχετίζεται με συμπτώματα επιβάρυνσης της σωματικής και ψυχικής τους υγείας (Grief,1979).
Η επικοινωνία των διαζευγμένων πατέρων με τα παιδιά τους είναι περισσότερο κοινωνική και ψυχαγωγική, καθώς οι επαφές τους περιλαμβάνουν περισσότερο εκδρομές, φαγητό, δραστηριότητες και εκδηλώσεις. Η σχέση των διαζευγμένων πατέρων και των παιδιών χαρακτηρίζεται από χαλαρούς κανόνες και μικρότερες προσδοκίες για τη συμπεριφορά των παιδιών και για τα μαθήματα του σχολείου συγκριτικά με τις οικογένειες όπου τα παιδιά ζουν και με τους δύο γονείς (Furstenberg & Nord, 1985). Κατά την αρχική περίοδο μετά το χωρισμό, οι πατέρες είναι πιθανό να προσπαθούν να ικανοποιήσουν όλες τις επιθυμίες των παιδιών και να συμμετέχουν σε πολλές δραστηριότητες μαζί (Hetherington et al., 1976).με
την πάροδο του χρόνου, η επικοινωνία των διαζευγμένων πατέρων με τα παιδιά γίνεται πιο φυσιολογική, παρόλο που εξακολουθούν να είναι περισσότερο ελαστικοί και να θέτουν μικρότερους περιορισμούς από τους παντρεμένους πατέρες. Επιπλέον, τείνουν να έχουν μία περισσότερο φιλική, στοργική και ισότιμη σχέσημε τα παιδιά τους παρά μία παραδοσιακή γονεϊκή σχέση (Furstenberg & Nord, 1985; Hetherington et al., 1982; Munsch et al., 1995).
Οι διαζευγμένοι γονείς έχουν λιγότερες απαιτήσεις ωριμότητας από τα παιδιά τους, Συγκρινόμενοι με τους παντρεμένους γονείς, και είναι λιγότερο εκδηλωτικοί και σταθεροί στη συμπεριφορά τους απέναντι σ’ αυτά ένα χρόνο μετά το διαζύγιο. Οι χωρισμένοι γονείς διαφέρουν σημαντικά στις μεθόδους χειρισμού των παιδιών τους. Οι διαζευγμένες μητέρες είναι περισσότερο αυστηρές σε σχέση με τους διαζευγμένους πατέρες, όπως υπέδειξε η συχνή χρήση αρνητικών διαταγών και κυρώσεων, ενώ οι πατέρες είναι πιο υποχωρητικοί, χρησιμοποιούσαν λιγότερες διαταγές και περισσότερο θετικές κυρώσεις, ενώ τείνουν να κακομαθαίνουν τα παιδιά τους κατά τις επισκέψεις τους (Hetherington et al., 1979;Wallerstein & Kelly, 1980a).
Πολλές έρευνες έχουν δείξει ότι η συχνή επικοινωνία και επαφήμε τον πατέρα συσχετίζεται με θετική ψυχοκοινωνική προσαρμογή των παιδιών (Emery, 1988; Healy et al., 1990; Hess& Camara, 1979; Hetherington, 1979), ενώ τα περισσότερα παιδιά που συναντούν σε τακτικά διαστήματα τους γονείς που δεν έχουν την επιμέλεια τους, είναι ικανοποιημένα από την μεταξύ τους επικοινωνία, καθώς και από τη στοργή και φροντίδα που εισπράττουν από τους γονείς τους (Furstenberg & Nord, 1985). Θα πρέπει να επικρατήσει σταθερότητα στο ρόλο και τις ευθύνες του πατέρα μετά το χωρισμό για την καλύτερη προσαρμογή των παιδιών. Ο πατέρας θα πρέπει να παρέχει οικονομική βοήθεια, να αφιερώνει χρόνο μαζί τους και να ασκεί επιρροή επάνω τους, συζητώντας, στηρίζοντας και επηρεάζοντας τις αποφάσεις τους (Seltzer, 1991).
Σε μία ανασκόπηση 38 ερευνών βρέθηκε ότι είναι εξαιρετικά σημαντική η ποιότητα της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στο παιδί και στον πατέρα μέσα από τις επισκέψεις τους, ενώ παράλληλα, η άσκηση ελέγχου και των δύο γονέων επιφέρει θετικά αποτελέσματα στα επίπεδα ευεξίας των εφήβων (Marsiglio et al., 2004).
Ο μπαμπάλης (2005α) παρατηρεί ότι η πατρική στοργή και φροντίδα στους κόλπους της πυρηνικής οικογένειας θεωρείται προαιρετική δραστηριότητα, ενώ παράλληλα, σε καμία περίπτωση δε θεωρείται προαιρετική η φροντίδα και η στοργή της μητέρας, καθώς επίσης δε θεωρείται προαιρετική η συμμετοχή του πατέρα στη λειτουργία της μονογονεϊκής οικογένειας. Στην πυρηνική οικογένεια, ο πατέρας αποτελεί πρότυπο και μία αδεξιότητα του σε σχέση με τη φροντίδα του παιδιού ή του νοικοκυριού παίρνουν το χαρακτήρα μόνο μιας χαριτωμένης συμπεριφοράς.
Αντίθετα, στη μονογονεϊκή οικογένεια, ο ρόλος του πατέρα υποσκάπτεται κατά κύριο λόγο από τη μόνη μητέρα και τίθεται συνεχώς υπό αμφισβήτηση, ενώ παράλληλα, ελέγχεται και επικρίνεται διαρκώς από τα μέλη της οικογένειας.
Ο απών γονέας μπορεί να έχει πολύ καλή συναισθηματική σχέση με τα παιδιά, όταν συμμετέχει ουσιαστικά στο οικογενειακό σχήμα το οποίο προκύπτει μετά το χωρισμό. Στην περίπτωση αυτή, τα παιδιά εξακολουθούν να θεωρούν ότι έχουν δύο γονείς, ανεξάρτητα από τη συχνότητα των επαφών με τον απόντα γονέα, γεγονός που αποτελεί και το στόχο της όλης προσπάθειας. Επομένως, η επαφή του παιδιού με τον άλλο γονέα σε καμία περίπτωση δε θα πρέπει να έχει καθαρά ψυχαγωγικό χαρακτήρα, ενώ ο απών γονέας θα πρέπει να ασχολείται με τη ρουτίνα της καθημερινότητας του παιδιού (Pruett & Pruett, 1998). Το παιδί πέρα από τη στοργή, αποζητά και την οργάνωση, τους κανόνες και τα συγκεκριμένα όρια στα οποία επιτρέπεται να κινείται, στοιχεία που θα του εξασφαλίσουν τη σταθερότητα που επιθυμεί. Τα διαφορετικά επίπεδα πειθαρχίας που επιβάλλονται από τους δύο γονείς προκαλούν σύγχυση στα παιδιά και δυσχέρεια στην επικοινωνία τους με το γονέα που έχει την επιμέλεια (Μπαμπάλης, 2005α).
Ο γονέας που δεν έχει την επιμέλεια των παιδιών, έχει την ευκαιρία για μία ουσιαστική Επικοινωνία με τα παιδιά τους, αν το θελήσει, και τη δυνατότητα να συνεισφέρει σημαντικά στην ανατροφή τους. Στην πραγματικότητα έχει σαν μοναδικό πλεονέκτημα το γεγονός ότι μπορεί να επικοινωνεί με τα παιδιά του σε πιο χαλαρές συνθήκες, μακριά από την ένταση, τις συγκρούσεις και το φόρτο της καθημερινότητας (Κογκίδου, 1995).
Οι διαζευγμένοι πατέρες μπορούν να αποδειχθούν σε αρκετές περιπτώσεις εξαιρετικά πιο ποιοτικοί σε σχέση με τους μόνιμους πατέρες ορισμένων πυρηνικών οικογενειών. Όταν ο πατέρας – και στις δύο μορφές οικογένειας – δεν αποποιείται το ρόλο του και παράλληλα φροντίζει να εξισορροπεί το χρόνο του με τα καθήκοντα και τις ευθύνες που τον χαρακτηρίζουν, επιτυγχάνει μία ολοκληρωμένη σχέση με τα παιδιά, η οποία επιτρέπει την είσοδο και αποδοχή του στο δικό τους κόσμο (Smith & Smith, 1981).
2.5.3. Η ποιότητα της σχέσης μεταξύ των διαζευγμένων γονέων
Οι Wallerstein και Kelly (1980a, 1980b) παρατηρούν ότι ενώ ο ρόλος της μητέρας που έχει την επιμέλεια στη φροντίδα και τη συναισθηματική στήριξη των παιδιών γίνεται περισσότερο κυρίαρχος στην οικογένεια μετά το διαζύγιο, η σημασία του ψυχολογικού ρόλου του πατέρα δε μειώνεται αντίστοιχα. Ωστόσο, παρά τη σπουδαιότητα της συνεργασίας και της αλληλοϋποστήριξης των γονέων στα θέματα των παιδιών που διευκολύνει την προσαρμογή και των παιδιών και των γονέων, πολλοί χωρισμένοι γονείς διατηρούν αρνητικές σχέσεις (Maccoby & Mnookin, 1992).
Οι κατηγορίες σχετικά με το ήθος και τη συμπεριφορά του άλλου γονέα, συχνά με μάρτυρες τα παιδιά, αποτελούν τον πιο συνηθισμένο τρόπο έκφρασης της εχθρότητας μεταξύ των γονέων μετά το χωρισμό. Το διαζύγιο δεν είναι εκείνο που κάνει περισσότερο κακό στα παιδιά, αλλά ο αγώνας που γίνεται μεταξύ των γονέων για το ποιος δήθεν θα κερδίσει τα παιδιά και θα τα πάρει με το μέρος του, που στην ουσία πρόκειται για έναν εγωισμό και μία εχθρότητα με τάση εκδίκησης του άλλου γονέα (Kelly, 1982).
Ο ρόλος των διαζευγμένων πατέρων είναι σημαντικός στη στήριξη της μητέρας στην ανατροφή των παιδιών, στη διαμεσολάβηση για την επίλυση των συγκρούσεων μεταξύ μητέρας και παιδιών, καθώς και στη μείωση των συγκρούσεων σε θέματα διαπαιδαγώγησης των παιδιών (Emery, 1988). Η κοινή στάση και η ουσιαστική συνεργασία των γονέων στα θέματα των παιδιών επιτυγχάνονται ευκολότερα όταν δεν υπάρχουν μεγάλες συγκρούσεις και αποτελούν καθοριστικό παράγοντα για τη θετική προσαρμογή των παιδιών, αλλά και των γονέων στο διαζύγιο, καθώς και για το ενδεχόμενο ενός δεύτερου γάμου των γονέων. Επομένως, η οικογενειακή σταθερότητα εμπεριέχει την κοινή συμφωνία και την ενεργό συνεργασία των δύο γονέων σε θέματα που αφορούν τα παιδιά, ενώ σε αυτήν δε χωράει η συζυγική ρήξη, την οποία, σε πολλές περιπτώσεις, δεν έχουν αφήσει στο παρελθόν, με αποτέλεσμα να βασανίζει το παρόν και το μέλλον των παιδιών, αλλά και των ίδιων των γονέων (Hetherington, 1989; Maccoby et al., 1993).
3.ΤΡΟΠΟΙ ΨΥΧΟΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΩΝ ΜΟΝΟΓΟΝΕΪΚΩΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ
3.1. Τρόποι ομαλής ψυχοκοινωνικής προσαρμογής των παιδιών
Η επιτυχής αντιμετώπιση των δυσκολιών, η οποία καταλήγει στην ικανοποίηση των αναγκών και των επιθυμιών του ατόμου ονομάζεται προσαρμογή ένα άτομο, για να χαρακτηριστεί προσαρμοσμένο, πρέπει να συμπορεύεται με την εποχή του, να αποδέχεται και να αντιμετωπίζει την αντικειμενική πραγματικότητα της καθημερινής ζωής, να υπερβαίνει τα εμπόδια που παρουσιάζονται και λειτουργούν ανασταλτικά στην προσπάθεια για επίλυση των προβλημάτων του και να ικανοποιεί τις ανάγκες και τις επιθυμίες του ανάλογα με τις δυνατότητες που διαθέτει και τις υπάρχουσες συνθήκες (Μπαμπάλης,2005β).
Το παιδί επηρεάζεται κατά κύριο λόγο από τον εσωτερικό του κόσμο και την οικογένεια του, η οποία αναλαμβάνει το ρόλο του αρωγού της ψυχοκοινωνικής του προσαρμογής. Οι μελέτες καταδεικνύουν ότι στο πλαίσιο της οικογένειας ασκείται ουσιαστική επίδραση στο αναπτυσσόμενο άτομο σχετικά με την ανάπτυξη της προσωπικότητας και την προσαρμογή του.
Ωστόσο, η ψυχοκοινωνική προσαρμογή του παιδιού αρχίζει μέσα στην οικογένεια, τον πρώτο κοινωνικό πυρήνα στον οποίο καλείται να προσαρμοστεί, και συνεχίζεται μετά έξω από αυτήν, στην ομάδα των συνομηλίκων, στο σχολείο και στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον (Μπαμπάλης, 2005α).
Οι καλές σχέσεις και η ποιοτική επικοινωνία των παιδιών και με τους δύο γονείς μετά το χωρισμό, καθώς και η κοινή στάση και η συνεργασία των γονέων για τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών συσχετίζονται με τη θετική προσαρμογή των παιδιών. Οι κατάλληλες μέθοδοι διαπαιδαγώγησης από τους γονείς στηρίζονται στις στενές σχέσεις με τα παιδιά, οι οποίες χαρακτηρίζονται από εκδηλώσεις αγάπης και τρυφερότητας, αλλά και από σταθερά όρια, έλεγχο και επίβλεψη των παιδιών (Hess & Camara, 1979; Hetherington et al., 1998;Wallerstein & Blakeslee, 1996; Wallerstein & Kelly, 1980a).
Σε έρευνα όπου τα παιδιά είχαν λάβει περισσότερη προσοχή από τους γονείς σε διάστημα ενός έτους μετά το χωρισμό, είχαν παρουσιάσει καλύτερη προσαρμογή. Όταν οι γονείς ενθάρρυναν περισσότερο τα παιδιά για συζήτηση ή όταν τα ίδια τα παιδιά έπαιρναν την πρωτοβουλία να συζητήσουν με τους γονείς τους για τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν μετά το χωρισμό, τότε τα παιδιά παρουσίαζαν βελτιωμένη προσαρμογή (Jacobson, 1978b).Ακόμη, όταν υπάρχουν συγκρούσεις μεταξύ των δύο γονέων, η προσαρμογή και η αυτοεκτίμηση των παιδιών βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα (Luepnitz, 1982).
Καθοριστικοί παράγοντες για τη μακροχρόνια προσαρμογή των παιδιών είναι η πληροφόρηση για όλες τις σημαντικές εξελίξεις στη ζωή της οικογένειας και η διαβεβαίωση από τους γονείς -με λεκτικό τρόπο αλλά και με συνέπεια στις πράξεις τους - ότι θα συνεχίσουν να τα αγαπούν, να τα νοιάζονται και να καλύπτουν όλες τις βασικές τους ανάγκες, ενώ σε καμία περίπτωση δε μετανιώνουν που γεννήθηκαν και εξακολουθούν να είναι επιθυμητά. Η συζήτηση για το διαζύγιο, η έκφραση των αποριών και των ανησυχιών τους και η αποδοχή των συναισθημάτων τους τονίζοντας ότι όλα αυτά αποτελούν φυσιολογικές αντιδράσεις και είναι σεβαστά, κατανοητά και τα λαμβάνουν υπόψη, η γενικότερη δυνατή επεξήγηση στα παιδιά των λόγων που οδήγησαν στο διαζύγιο των γονέων τους - και όχι τη λεπτομερή περιγραφή των γεγονότων - για να μη θεωρούν ένοχο τον εαυτό τους, οι περιορισμένες συγκρούσεις των γονέων πριν και μετά το διαζύγιο, η αποφυγή της συνειδητής ή ασυνείδητης χρησιμοποίησης των παιδιών με σκοπό να συμμαχήσουν με τον ένα ή τον άλλο γονέα, η μειωμένη εκδήλωση εχθρότητας και η αποφυγή αλληλοκατηγοριών και επίρριψης ευθυνών μεταξύ των γονέων, η αποφυγή της εμπλοκής των συγγενικών προσώπων και των ίδιων των παιδιών στις συγκρούσεις των γονέων, αλλά και η αποφυγή χρησιμοποίησης του παιδιού ως μεταφορέα μηνυμάτων ή κατάσκοπο του άλλου γονέα, η μεγαλύτερη συχνότητα και συνέπεια στην επικοινωνία και επαφή με το γονέα που δεν έχει την επιμέλεια καθώς η συνεχής αναβολή των συναντήσεων με το παιδί θεωρείται ως ένδειξη απόρριψης απ’ αυτό και ότι ο γονέας δεν το αγαπάει πλέον, η συμμετοχή σε κοινές δραστηριότητες με φίλους και συγγενείς, καθώς επίσης και οι όσο το δυνατόν μικρότερες οικονομικές επιπτώσεις στη μονογονεϊκή οικογένεια (Guidubaldi &Perry, 1985; Wallerstein & Kelly, 1980a; Walsh & Stolberg, 1989).
Επιπλέον, εξίσου σημαντική είναι η καλή ψυχική υγεία και ισορροπία των γονέων για να μπορέσουν να καλύψουν τις συναισθηματικές ανάγκες των παιδιών τους και η ικανότητα των γονέων για φροντίδα, στήριξη, ειλικρινή επικοινωνία με τα παιδιά, επιβολή πειθαρχίας, σταθερή επίβλεψη, συνεχή θετική ενίσχυση και επιβράβευση, και διατήρηση των προσδοκιών για τη συγκέντρωση τους στα μαθήματα, το διάβασμα, τη γενικότερη επίδοση τους στο σχολείο και με οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα καταπιάνονται, ενώ παράλληλα, ιδιαίτερα σημαντική είναι η συνεργασία και των δύο γονέων με τους εκπαιδευτικούς και το σχολείο. Οι γονείς πρέπει να προσπαθούν να είναι συνεπείς στην τήρηση των κανόνων, των ορίων και των συνεπειών στο σπίτι μετά την αρχική περίοδο του χωρισμού, ενώ ταυτόχρονα, να αφήνουν τα παιδιά ελεύθερα να εκφράζουν και να εκδηλώνουν και στους δύο γονείς την αγάπη τους, την τρυφερότητα τους και τη χαρά τους αυθόρμητα και αβίαστα (Guidubaldi & Perry, 1985; Kurdek, 1981; Wallerstein & Blakeslee, 1996; Wallerstein &Kelly, 1980a; Walsh & Stolberg, 1989).
Η ψυχολογική κατάσταση των γονέων έχει άμεση σχέση με την προσαρμογή των παιδιών μετά το διαζύγιο. Έρευνες έχουν δείξει ότι απαιτείται η παρέλευση δύο περίπου χρόνων προκειμένου πολλοί γονείς να ξεπεράσουν τις επιπτώσεις του διαζυγίου, ενώ κατά τον πρώτο χρόνο, οι γονείς συνήθως είναι λιγότερο ικανοί να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες των παιδιών τους και λιγότερο συνεπείς στις μεθόδους πειθαρχίας και στην επικοινωνία τους με τα παιδιά (Kurdek, 1981; Wallerstein & Kelly, 1980a). Οι οικογένειες με την καλύτερη προσαρμογή των μελών μακροπρόθεσμα είναι εκείνες στις οποίες οι γονείς επανακτούν, μετά την αρχική μεταβατική περίοδο, και σταθεροποιούν τις ικανότητες τους στο γονεϊκό τους ρόλο (Hess & Camara, 1979; Hetherington et al., 1998; Wallerstein & Blakeslee, 1996;Wallerstein & Kelly, 1980a).
Το παιδί επιβάλλεται να βιώνει την ηλικία του και, ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να αποφευχθεί η περίφημη αντιστροφή των ρόλων. Η ανάθεση στο παιδί του ρόλου του ενηλίκου ή του γονέα που έφυγε δε συμβάλλει καθόλου στην ομαλή ψυχολογική του ανάπτυξη. Το παιδί έχει ανάγκη να εξακολουθεί να κάνει τα ίδια πράγματα με τα άλλα παιδιά της ηλικίας του. Οι γονείς δεν πρέπει να του συμπεριφέρονται σαν να είναι ενήλικας με τον οποίο μπορούν να μοιραστούν όλες τους τις στενοχώριες. Το παιδί δεν μπορεί να κατανοήσει τα πάντα και γι’ αυτό έχει μεγαλύτερο άγχος.
Ωστόσο, η κατανόηση της ευάλωτης θέσης του παιδιού δεν πρέπει να οδηγεί ούτε σε υπερπροστασία από τη μεριά των γονέων ούτε σε ψυχολογικό καταναγκασμό από το παιδί. Η τελευταία περίπτωση συμβαίνει όταν οι γονείς υποκύπτουν στους συναισθηματικούς εκβιασμούς του παιδιού τους και ικανοποιούν κάθε τους επιθυμία. Το παιδί αισθάνεται περισσότερο ασφαλές όταν υπάρχουν συγκεκριμένα και σταθερά όρια, τα οποία εφαρμόζονται και από τους δύο γονείς (Herbert,1998). Συνήθως, αυτό που είναι απαγορευμένο για το παιδί όλη την εβδομάδα στο σπίτι της μητέρας, είναι προσιτό το Σαββατοκύριακο στο σπίτι του πατέρα. Τα παιδιά, ιδιαίτερα τα μικρά, είναι πολύ ευαίσθητα σε αυτές τις αλλαγές των κανόνων της καθημερινής ζωής και στις αλλαγές των χώρων, γι’ αυτό συνιστάται να υπάρχουν ορισμένες κοινές συνήθειες και στα δύο σπίτια, γιατί τα παιδιά χρειάζονται την οργάνωση και τη σταθερότητα του προγραμματισμού για να νιώσουν ασφαλή. Ένα απλό παράδειγμα που συνιστάται από παιδοψυχίατρους και ψυχολόγους είναι οι γονείς να δίνουν στο παιδί τους ένα παιχνίδι ή άλλο αντικείμενο, το οποίο να μεταφέρει από το ένα σπίτι στο άλλο (Κογκίδου, 1995).
Πολλοί γονείς δεν μπορούν να συνειδητοποιήσουν ότι το παιδί είναι ικανό να διαισθανθεί τους λόγους για τους οποίους οι γονείς του μένουν ή δεν μένουν μαζί, να αντιληφθεί την έλλειψη επιθυμίας του ενός για τον άλλον, την έλλειψη συνεννόησης και την ύπαρξη συγκρούσεων, ακόμη και όταν δε βρίσκονται μπροστά σ’ αυτές. Ενδεχομένως να μην μπορεί να προσδιορίσει τι ακριβώς είναι η αγάπη, αλλά νιώθει πότε σπάει ο σύνδεσμος μεταξύ των γονέων του, γεγονός που αποτελεί μία τραυματική εμπειρία. Επομένως, τα παιδιά αποζητούν τις απαραίτητες εξηγήσεις με απλά και κατανοητά για την ηλικία τους λόγια και οι σωστές εξηγήσεις από τους γονείς είναι οι ειλικρινείς, τόσο απέναντι στα παιδιά τους όσο και απέναντι στους ίδιους τους εαυτούς τους (Dolto, 1985). Εξάλλου, όταν οι γονείς ενημερώνουν τα παιδιά τους για τον επικείμενο χωρισμό, τους δίνουν την ευκαιρία να νιώσουν ότι οι δικές τους ανάγκες και συμφέροντα είναι σε προτεραιότητα και θα πρέπει να ικανοποιηθούν ακόμη και μέσα από μία τέτοια κατάσταση (Herbert, 1998).
Τα παιδιά είναι περίφημοι παρατηρητές, αλλά μερικές φορές τα συμπεράσματα που βγάζουν από τις παρατηρήσεις τους είναι λανθασμένα. Ο γονέας προκειμένου να επιβάλει πειθαρχία στο παιδί, συχνά το απειλεί με εγκατάλειψη: «Αν δεν κάτσεις φρόνιμα, θα σηκωθώ και θα φύγω» ή «Αν δεν είσαι καλό παιδί, ο μπαμπάς θα μας αφήσει και θα φύγει».
Δεν αποκλείεται, λοιπόν, το παιδί με βάση τις απειλές που έχει ακούσει, να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι γονείς του χωρίσανε επειδή δεν ήταν καλό παιδί και να εκφράζει ενοχές για το διαζύγιο των γονιών του. Επομένως, οι γονείς πρέπει να μιλήσουν με το παιδί για το διαζύγιο, το οποίο εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του και να ξεκαθαρίσουν ότι δε χώρισαν επειδή έφταιγε εκείνο και το διαζύγιο δεν αποτελεί ένδειξη ότι δεν το αγαπούν (Dolto, 1985;Πιντέρης, 2000). Όταν το παιδί βρεθεί φορτωμένο με τις ενοχές ενός λάθους για το οποίο δεν μπορεί να κάνει κάτι για να το επανορθώσει, τότε γίνεται μελαγχολικό και για τους συνομήλικους του δεν αποτελεί πολύ ευχάριστη παρέα, με αποτέλεσμα να το αποφεύγουν. Εκείνο, ενδεχομένως, να βγάλει το λανθασμένο συμπέρασμα ότι οι άλλοι δεν το πλησιάζουν γιατί δεν αξίζει σαν άνθρωπος και μία τέτοια αρνητική εικόνα του παιδιού για τον εαυτό του μπορεί να αποτελέσει τη βάση για ένα σωρό μελλοντικά προβλήματα. Παράλληλα, το παιδί που πιστεύει ότι είναι υπεύθυνο για το χωρισμό των γονέων του, μαθαίνει από πολύ νωρίς να θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο για τα λάθη και τις αποτυχίες των άλλων, με αποτέλεσμα να εξελιχθεί σε έναν πολύ ευάλωτο στις ενοχές άνθρωπο και οι άλλοι γύρω του μπορούν εύκολα να εκμεταλλεύονται τις ενοχές του. Αυτό το άτομο δυσκολεύεται πολύ να εκφράσει τα συναισθήματα του με το φόβο μήπως δυσαρεστήσει τους άλλους και καταλήξει να νιώθει και πάλι ενοχές (Πιντέρης, 2000).
Είναι πλέον ευρέως κατανοητό ότι η επιρροή των ενηλίκων στα παιδιά είναι πολύ έντονη. Πολλοί μόνοι γονείς που δεν έχουν ακόμη απαλλαγεί από το θυμό, την οργή και την εκδίκηση, καταφέρνουν να πείσουν το παιδί τους ότι ο άλλος γονέας είναι ένας κακός άνθρωπος, με σκοπό να συμμαχήσει με το παιδί εναντίον του άλλου γονέα. Αυτό που ουσιαστικά έχουν πετύχει οι γονείς αυτοί είναι να πληγώσουν βαθύτατα το παιδί, γιατί όσο κι αν έχει πεισθεί, εξακολουθεί να έχει ανάγκη την αγάπη αυτού του «κακού» ανθρώπου. Ωστόσο, ακόμη κι αν το παιδί δεν έχει πεισθεί, δε θα τολμήσει να εκφράσει την αγάπη που νιώθει για τον άλλο γονέα ή την επιθυμία του να δει αυτόν τον άνθρωπο, όσο εξακολουθεί να βλέπει το γονιό του τόσο παθιασμένο (Πιντέρης, 2000). Ο ρόλος του γονέα είναι να αποδεσμεύει τη σκέψη του παιδιού από το γεγονός του διαζυγίου και να το ωθεί να αντιδράει θετικά, δίνοντας πάντα το παράδειγμα με τη δική του στάση, η οποία δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να καλλιεργεί ένα κλίμα ηττοπάθειας ή μοιρολατρίας, αλλά να αποτελεί ένα πρότυπο ώριμης συμπεριφοράς (Herbert, 1998). Ο Πιντέρης (2000) αναφέρει ότι εάν το παιδί δε γίνεται να έχει στον ίδιο χώρο και τους δύο γονείς μαζί, ας τους έχει τουλάχιστον, έστω σε διαφορετικούς χώρους, αλλά και τους δύο. Ακόμα κι όταν δεν είναι μαζί, μπορούν να λειτουργήσουν συνεργατικά γιατί σε τελική ανάλυση οι ανάγκες του παιδιού προηγούνται. Η Hetherington και οι συνεργάτες της (1985) επισημαίνουν ότι οι συνετοί γονείς πρέπει να υιοθετήσουν τη φιλοσοφική στάση που λέει ότι εάν απέτυχαν ως σύζυγοι κατά τη διάρκεια του γάμου τους, μπορούν τουλάχιστον να πετύχουν ως γονείς μετά τη λήξη του.
Η Κογκίδου (1995) επισημαίνει ότι το παιδί, πέρα από την ουσιαστική επικοινωνία του και με τους δύο γονείς, έχει ανάγκη να έρχεται σε επαφή και με τις δύο οικογένειες απ’ όπου κατάγονται οι γονείς του και να γνωρίζει από πού προέρχεται. Οι παππούδες και γιαγιάδες προσφέρουν μία μεγαλύτερη ασφάλεια στα παιδιά και πολλές φορές είναι πιο διαθέσιμοι για επικοινωνία με τα εγγόνια τους. Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, οι γονείς μπορεί να είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι και τα παιδιά να αισθάνονται ότι οι γονείς τους δεν μπορούν να τα προστατέψουν ή ότι δεν εισπράττουν την ίδια προσοχή και φροντίδα, όπως παλιά. Η ωριμότητα και η γαλήνη της τρίτης ηλικίας μπορεί να λειτουργήσει θετικά προς τα παιδιά με την προϋπόθεση ότι η οικογένεια καταγωγής αποδέχεται την κατάσταση της μονογονεϊκότητας και οι μόνοι γονείς δεν απορρίπτονται ή εγκαταλείπονται από το οικογενειακό τους περιβάλλον.
Τα παιδιά των διαζευγμένων γονέων στην πλειοψηφία τους έχουν παρόμοια προσαρμογή και ανάπτυξη με τα παιδιά των μη διαζευγμένων γονέων, αφού ξεπεράσουν το αρχικό διάστημα της κρίσης της οικογένειας και υπάρξουν συγκεκριμένες παράμετροι στο περιβάλλον τους που θα διευκολύνουν την προσαρμογή τους.
Σημαντική είναι η διαπίστωση ότι τα παιδιά των χωρισμένων γονέων μπορούν να έχουν καλύτερη προσαρμογή και ανάπτυξη από τα παιδιά που ζουν σε οικογένειες και με τους δύο γονείς, στις οποίες, όμως, υπάρχει συνεχής σύγκρουση μεταξύ των γονέων (Χατζηχρήστου, 1999).
3.2. Τρόποι διευκόλυνσης της ψυχοκοινωνικής προσαρμογής των γονέων
Η προσαρμογή για τα χωρισμένα άτομα μετά το διαζύγιο ορίζεται ως η ανάπτυξη της ταυτότητας τους που δε συνδέεται πλέον με την ιδιότητα του παντρεμένου ή με τον/την πρώην σύζυγο, καθώς και η εκτέλεση των ρόλων και υποχρεώσεων στην καθημερινή ζωή με επάρκεια (Kitson & Raschke, 1981).
Η Χουρδάκη (1992) υποστηρίζει ότι ένα διαζύγιο θεωρείται επιτυχές όταν οι σύζυγοι καταλήξουν πολιτισμένα σ’ αυτή την απόφαση, που τελικά μπορεί να αποδειχθεί η καλύτερη, και απαλλαγμένοι από τις μικροπρέπειες του ανθρώπινου ψυχισμού, μπορούν να δουν αυτή την ταλαιπωρία και την ψυχική περιπέτεια με μία ανώτερη στάση, ώστε να μην υποβιβάσουν τον ίδιο τους τον εαυτό, αλλά και να μη θελήσουν να υποβιβάσουν και να βασανίσουν τον/την πρώην σύντροφο. Όταν θα κάνουν αυτοκριτική, θα κατανοήσουν τι ζητούν και τι έφταιξε στο παρελθόν, θα ξεκαθαρίσουν καλύτερα το μέλλον τους και θα μπορέσουν να βαδίσουν ένα νέο δρόμο μόνοι τους με περισσότερη αποφασιστικότητα, ωριμότητα και ευθύνη.
Οι μόνοι γονείς πρέπει να βρουν μία ισορροπία στην επαγγελματική, οικογενειακή και προσωπική τους ζωή. Οι συνεχείς απαιτήσεις και οι πολλαπλές ευθύνες προκαλούν απόγνωση και εξάντληση στους μόνους γονείς, όμως έχουν την υποχρέωση απέναντι στον εαυτό τους και τα παιδιά τους να αισθάνονται σωματικά και συναισθηματικά υγιείς. Ο χρόνος τους είναι ιδιαίτερα περιορισμένος, ωστόσο, όταν υπάρχει έστω και ελάχιστος, καλό είναι να ξεφεύγουν, να ηρεμούν και να ασχολούνται με κάτι που να τους ξεκουράζει. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τους μόνους γονείς να απολαμβάνουν τη συντροφιά ατόμων που κατανοούν τα συναισθήματα και τις αντιδράσεις τους, αποδέχονται τις αποφάσεις και τις επιλογές τους, σέβονται την προσπάθεια τους για ισορροπία και μία νέα προοπτική στη ζωή τους και τους στηρίζουν ουσιαστικά στη δύσκολη και αγωνιώδη πορεία τους.(Χατζηχρήστου, 1999).
Η ύπαρξη ενός δικτύου υποστήριξης αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στην προσαρμογή των γονέων, αλλά και των παιδιών, και παρέχει σημαντική βοήθεια, ιδιαίτερα στη φροντίδα και φύλαξη των παιδιών κατά το πρώτο έτος μετά το χωρισμό (Leslie & Grady, 1985;McLanahan et al., 1981). Η βοήθεια που παρέχει το δίκτυο υποστήριξης στην οικογένεια κυμαίνεται από τη συνολική φροντίδα έως την απλή επικοινωνία, καθώς μπορεί να περιλαμβάνει φιλοξενία ή παροχή στέγης, καθημερινή βοήθεια στις οικιακές δραστηριότητες και στη φροντίδα των παιδιών, συναισθηματική στήριξη, χρηματικές παροχές, καθώς και βοήθεια για δημιουργία νέων κοινωνικών επαφών (Walker et al., 1977).
Ο Πιντέρης (2000) αναφέρει ότι μόνο εάν τα χωρισμένα άτομα έχουν αυθεντικές σχέσεις με τους γονείς, συγγενείς, φίλους, συνάδελφους και γείτονες, μπορούν οι άνθρωποι αυτοί να γίνουν ένα αποτελεσματικό δίκτυο υποστήριξης στη δύσκολη περίοδο του διαζυγίου και η επικοινωνία μαζί τους να τροφοδοτεί τα μέλη της μονογονεϊκής οικογένειας με αισθήματα ασφάλειας και ανακούφισης.
Τα μέλη του οικογενειακού ή κοινωνικού περιβάλλοντος της οικογένειας μπορούν να βοηθήσουν το μόνο γονέα να απελευθερωθεί λίγο από τη φροντίδα του παιδιού και να έχει περισσότερο ελεύθερο χρόνο για την προσωπική του ζωή. Είναι πολύ σημαντικό και για το παιδί να βλέπει το γονέα του να έχει μία κοινωνική ζωή και να υπάρχουν πολλά ενήλικα άτομα, άντρες και γυναίκες, στο περιβάλλον του, τα οποία μπορούν να αποτελέσουν πρότυπα για την ανάπτυξη του. Όταν δεν υπάρχουν ενήλικα άτομα στο περιβάλλον της μονογονεϊκής οικογένειας, ο μόνος γονέας ενδεχομένως να αναδιπλώνεται συναισθηματικά στο παιδί, γεγονός που εμποδίζει την εξέλιξη του (Dolto, 1985).
Το σημαντικότερο της όλης διαδικασίας του διαζυγίου και των σταδίων εξέλιξης της μονογονεϊκής οικογένειας είναι οι γονείς και τα παιδιά να μην αρνηθούν ποτέ την πραγματικότητα – όσο επώδυνη κι αν είναι – αλλά κρατώντας μία θετική στάση, να την μετατρέψουν σε μία εμπειρία ενδυνάμωσης του εαυτού τους, αφού περάσουν πρώτα από τη διεργασία και την εκδήλωση του πένθους, της λύπης, της πικρίας, της φοβίας, της απογοήτευσης και των υπόλοιπων αρνητικών συναισθημάτων (Μπαμπάλης, 2005α).
3.3. Σχολείο καιμονογονεϊκή οικογένεια
Τα παιδιά από χωρισμένους γονείς αποτελούν μία ομάδα που έχει ανάγκη υποστήριξης στα ελληνικά δημόσια σχολεία καθώς αντιμετωπίζει μεγαλύτερες δυσκολίες ψυχοκοινωνικής προσαρμογής σε ενδοπροσωπικό, διαπροσωπικό και μαθησιακό επίπεδο συγκριτικά με τους συνομηλίκους τους από πυρηνικές οικογένειες. Οι κρίσεις στην οικογένεια επιδρούν στη συμπεριφορά, την ψυχοκοινωνική επάρκεια και την επίδοση των παιδιών στο σχολείο. Τα παιδιά, αμέσως μετά την είσοδο τους στη μονογονεϊκότητα, εμφανίζονται συχνά περισσότερο ανυπάκουα και απείθαρχα, κάνουν περισσότερες αταξίες, αντιμιλούν συχνότερα και έχουν χαμηλότερη σχολική επίδοση. Τα παιδιά αυτά διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο σχολικής αποτυχίας και μετέπειτα ψυχοκοινωνικών διαταραχών. Η γενική διαπίστωση είναι ότι το ελληνικό σχολείο με δυσκολία πλησιάζει στην ισότητα εκπαιδευτικών ευκαιριών καθώς δεν ανταποκρίνεται επαρκώς στις ανάγκες των παιδιών των μονογονεϊκών οικογενειών και αυτά οδηγούνται συχνά σε πρόωρη εγκατάλειψη της βασικής εκπαίδευσης (Μπαμπάλης, 2005α; Χατζηχρήστου, 1999).
Οι γονείς συχνά δεν ενημερώνουν το σχολείο για το γεγονός του διαζυγίου για διάφορους λόγους, όπως επειδή θεωρούν ότι η ζωή των παιδιών είναι διαφορετική στο σπίτι απ’ ότι στο σχολείο και ο χωρισμός δε θα τα επηρεάσει στο σχολείο ή πιστεύουν ότι η οικογενειακή ζωή είναι πολύ προσωπική και δε θέλουν να γνωστοποιήσουν ένα τέτοιο γεγονός ή ενοχλούνται από μερικούς εκπαιδευτικούς που είναι προκατειλημμένοι απέναντι στους γονείς που χωρίζουν και αμφιβάλλουν για τις ικανότητες τους στο γονεϊκό ρόλο ή επειδή δεν έχουν εμπιστοσύνη στον τρόπο που θα χρησιμοποιηθεί η πληροφορία αυτή και φοβούνται το στιγματισμό απέναντι στο παιδί, αφού οι οποιεσδήποτε δυσκολίες του στο σχολείο πιθανό να αποδίδονται αποκλειστικά στο χωρισμό των γονέων του ή ακόμη, πιστεύουν ότι με αυτό τον τρόπο θα διατηρήσουν ένα φυσιολογικό περιβάλλον για τα παιδιά τους και δε θα δώσουν σε κανένα την ευκαιρία να τα μεταχειριστεί ως διαφορετικά (Χατζηχρήστου, 1999).
Έχει διαπιστωθεί ότι πολλοί από τους παραπάνω φόβους των γονέων είναι δικαιολογημένοι και σε καμία περίπτωση αβάσιμοι, ενώ συγχρόνως, πολλοί εκπαιδευτικοί δεν επιθυμούν να ενημερώνονται για το χωρισμό των γονέων επειδή δε γνωρίζουν πώς να συμπεριφερθούν και να αντιδράσουν, ενώ ούτε έχουν την ανάλογη κατάρτιση για να στηρίξουν κατάλληλα τα παιδιά στο σχολείο (Cox & Desforges, 1987).
Παρ’ όλα αυτά, η στενή συνεργασία και η επικοινωνία των εκπαιδευτικών και με τους δύο γονείς είναι ιδιαίτερα σημαντική για την υποστήριξη του παιδιού και είναι χρήσιμο να περιλαμβάνει αλληλοενημέρωση και κατανόηση για την προσαρμογή του, πληροφόρηση για τα μαθήματα στο σχολείο και την πρόοδο του, καθοδήγηση για τη βοήθεια του στο σπίτι και έλεγχο των μαθημάτων, συμφωνία για τους τρόπους ενίσχυσης και επιβράβευσης του και διατήρηση των προσδοκιών για την πρόοδο και την ωριμότητα του (Hingst, 1981).
Απαραίτητες προϋποθέσεις από τη μεριά του σχολικού περιβάλλοντος για την επίτευξη αυτών αποτελούν η αντιμετώπιση των μονογονεϊκών οικογενειών από τους εκπαιδευτικούς και το σχολείο ως φυσιολογικών και όχι ως παθολογικών, καθώς και η εκπαίδευση και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών σε βασικές δεξιότητες της συμβουλευτικής, στις αναμενόμενες αντιδράσεις και στα στάδια προσαρμογής των παιδιών στις κρίσεις της οικογένειας, με σκοπό το σχεδιασμό αποτελεσματικών παρεμβάσεων στο χώρο του σχολείου (Ivey et al., 1993). Επίσης, οι εκπαιδευτικοί συχνά αγνοούν ότι οι μόνοι γονείς χρειάζονται περισσότερη υποστήριξη σε πολλά επίπεδα από άλλους γονείς και πιστεύουν ότι τα παιδιά μη ευνοημένων ομάδων δεν έχουν καλή σχολική επίδοση επειδή οι γονείς δεν ενδιαφέρονται, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις συνθήκες ζωής που συχνά λειτουργούν αποτρεπτικά. Δεν είναι εύκολο για όλους τους μόνους γονείς να εμπλακούν στη ζωή του σχολείου καθώς κατά κύριο λόγο χρειάζεται χρόνος, αλλά και αυτοπεποίθηση, στοιχεία που δεν έχουν πάντοτε όλοι οι μόνοι γονείς (Κογκίδου, 1995).
Οι εκπαιδευτικοί μπορούν να διευκολύνουν σημαντικά την προσαρμογή των παιδιών μέσω μίας ποιοτικής επικοινωνίας μεταξύ τους που να χαρακτηρίζεται από ευαισθησία, αποδοχή, προσδοκίες και κίνητρα για επίδοση ανάλογα με τις ικανότητες του κάθε παιδιού, θετική ενίσχυση και παρότρυνση, αναγνώριση των συναισθημάτων των παιδιών, φροντίδα και αμοιβαία εμπιστοσύνη.
Με αυτό τον τρόπο, τα παιδιά θα νιώσουν ασφάλεια και εμπιστοσύνη και θα ενθαρρυνθούν να εκφράσουν τα συναισθήματα τους για ένα οικογενειακό θέμα που τους προκαλεί ψυχικό πόνο, όπως το διαζύγιο. Με τη συχνή έκφραση των συναισθημάτων μειώνεται βαθμιαία η συχνότητα και η ένταση των συγκρούσεων και των εκρήξεων (Μπαμπάλης, 2005α; Χατζηχρήστου, 1999).
Η συμβολή των εκπαιδευτικών στην προσαρμογή των παιδιών είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς οι εκπαιδευτικοί διατηρούν μία πιο αντικειμενική στάση απέναντι στο οικογενειακό θέμα του παιδιού και δε διακατέχονται από την ψυχική φόρτιση που έχουν τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας του παιδιού, ενώ παράλληλα, το παιδί σε αυτή τη φάση της ζωής του πιθανό να αναζητά απεγνωσμένα ένα σταθερό σημείο αναφοράς έξω από την οικογένεια(Wallerstein, 2003).
Επιπλέον, οι εκπαιδευτικοί καλούνται να υποστηρίξουν τα παιδιά από χωρισμένους γονείς προκειμένου να διατηρήσουν τις φιλίες που είχαν με συμμαθητές τους, οι οποίες συχνά διαταράσσονται εξαιτίας των προβλημάτων ενδοπροσωπικής και διαπροσωπικής συμπεριφοράς που εκδηλώνουν τα παιδιά όταν χωρίζουν οι γονείς τους. Τα παιδιά των μη διαζευγμένων γονέων θεωρούν ότι το διαζύγιο συνδέεται με μεγαλύτερα και μακροχρόνια προβλήματα για τα παιδιά σε αντίθεση με τις απόψεις των παιδιών των διαζευγμένων γονέων. Οι απόψεις των παιδιών των μη διαζευγμένων γονέων αντανακλούν τις κοινωνικές στάσεις και τα στερεότυπα σημαντικών ατόμων που βρίσκονται στο περιβάλλον των παιδιών από χωρισμένους γονείς. Το στίγμα που συνδέεται με το διαζύγιο των γονέων κάνει τη ζωή των παιδιών πιο δύσκολη και πιο περίπλοκη. Επομένως, η παρέμβαση των εκπαιδευτικών είναι καθοριστική ως προς την αλλαγή των στάσεων και αντιλήψεων των συμμαθητών των παιδιών με διαζευγμένους γονείς (Kalter & Plunkett, 1984).
Το σύγχρονο σχολείο αποσκοπεί στην εξέλιξη των μαθητών σε όλους τους τομείς ανάπτυξης, στην προαγωγή της ψυχικής τους υγείας και στη δημιουργία ευκαιριών για την υποστήριξη των παιδιών που παρουσιάζουν δυσκολίες. Η ελληνική κοινωνία και το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους με ιδιαίτερη μονομέρεια στη σχολική επίδοση των παιδιών παραβλέποντας τη σπουδαιότητα της προαγωγής της ψυχικής υγείας. Τα τελευταία χρόνια έχει επισημανθεί η σπουδαιότητα του ρόλου του σχολικού ψυχολόγου στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα και η αναγκαιότητα δημιουργίας σχολικών ψυχολογικών υπηρεσιών, γι’ αυτό παρατηρείται μία στροφή από την επιφυλακτική στάση και την έλλειψη εμπιστοσύνης, που εξέφραζαν οι γονείς απέναντι στους σχολικούς ψυχολόγους, σε μία βαθμιαία αναγνώριση της αναγκαιότητας της παροχής σχολικών ψυχολογικών υπηρεσιών (Παπαηλιού και συν., 2006; Παρασκευόπουλος, 1992).
4. ΔΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΤΩΝ ΜΟΝΟΓΟΝΕΪΚΩΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΩΝ
Σε έρευνα των Stewart και Menning (2009) που έγινε στις Η.Π.Α., βρέθηκε ότι οι έφηβοι Από μονογονεϊκές οικογένειες έχουν περισσότερες πιθανότητες να έχουν κακές διατροφικές συνήθειες, όπως να παραλείπουν το πρόγευμα και το μεσημεριανό, να τρώνε λιγότερα λαχανικά και να καταναλώνουν περισσότερο φαγητό απ’ έξω (= fast food), καθώς έχουν μικρότερη επίβλεψη στα γεύματα από τους γονείς σε σχέση με τους εφήβους που ζουν με τους δύο γονείς.
Στην ίδια έρευνα, η εμπλοκή του πατέρα που δε ζει μαζί τους Συσχετίστηκε με ένα πιο υγιεινό τρόπο διατροφής των παιδιών, όπως με μία αύξηση της συχνότητας κατανάλωσης προγεύματος και μεσημεριανού, καθώς και λαχανικών. Ο βαθμός εμπλοκής του πατέρα εξαρτάται από τη συχνότητα των επισκέψεων του και τις διάφορες δραστηριότητες που κάνει μαζί με τα παιδιά του, όπως τη βοήθεια στις εργασίες του σχολείου, μία βόλτα για ψώνια ή σινεμά, καθώς επίσης την επίβλεψη του στα γεύματα των παιδιών ώστε να τρώνε πιο υγιεινά και πιο τακτικά γεύματα, και τη στήριξη που παρέχει στην αγορά τροφίμων. Η οικονομική στήριξη των παιδιών από τον πατέρα και η εμπλοκή του πατέρα στην καθημερινότητα των παιδιών συσχετίστηκε με τη συχνότητα των γευμάτων των παιδιών, αλλά μόνο η εμπλοκή του πατέρα συσχετίστηκε με την ποιότητα των τροφίμων που καταναλώνουν τα παιδιά.
Σε έρευνα όπου συμμετείχαν 18,177 έφηβοι, η παρουσία των γονέων στο δείπνο Συσχετίστηκε με μειωμένο κίνδυνο φτωχής κατανάλωσης φρούτων, λαχανικών και γαλακτοκομικών προϊόντων, καθώς και με μειωμένη πιθανότητα παράλειψης του προγεύματος (Videon & Manning, 2003). Τα οικογενειακά γεύματα συσχετίστηκαν με μειωμένη συχνότητα ανάπτυξης διατροφικών διαταραχών των παιδιών (Ackard & Neumark-Sztainer, 2001; Fulkerson et al., 2006; Mellin et al., 2004; Neumark-Sztainer et al., 2008;Neumark-Sztainer et al., 2004), βελτιωμένη διατροφική πρόσληψη (De Bourdeaudhuij &Van Oost, 2000; Gillman et al., 2000; Neumark-Sztainer et al., 2003; Videon & Manning,2003) και υψηλότερα επίπεδα ψυχοκοινωνικής ευεξίας (Eisenberg et al., 2004; Fulkerson etal., 2006). Σε έρευνα της Kluck (2008) βρέθηκε ότι η δυσλειτουργία της οικογένειας – που μπορεί να επέλθει από υπερπροστασία του παιδιού από τους γονείς, υπερβολική αυστηρότητα, δυσκολίες επικοινωνίας των μελών της οικογενείας – συσχετίστηκε με την ανάπτυξη διατροφικών διαταραχών, μόνο εάν το παιδί βιώνει στην οικογένεια αρνητικές εμπειρίες σε σχέση με τη διατροφή του, όπως για παράδειγμα, την άσκηση κριτικής και τα πειράγματα από τους γονείς για τις διατροφικές του συνήθειες.
Η παχυσαρκία εμφανίζεται συχνότερα στα παιδιά από μονογονεϊκές οικογένειες με χαμηλό κοινωνικοοικονομικό επίπεδο (Strauss & Knight, 1999), τα οποία καταναλώνουν περισσότερο λίπος (Johnson-Down et al., 1997), ενώ παράλληλα, οι έφηβοι από οικογένειες με ένα γονέα είναι πιο πιθανό να καταναλώνουν αναψυκτικά συχνότερα σε σχέση με τους έφηβους που ζουν με δύο γονείς (Sdrali et al., in press).μία σχέση χαμηλής ποιότητας ανάμεσα στο παιδί και τον πατέρα που δε ζει μαζί του μπορεί να προκαλέσει άγχος στο παιδί, με αποτέλεσμα να έχει άσχημες διατροφικές συνήθειες και να παρουσιάσει παχυσαρκία (Gundersen et al., 2008). Η στενή σχέση παιδιού και πατέρα που δε ζει μαζί του είναι συνδεδεμένη με μία βελτιωμένη ψυχοκοινωνική υγεία των εφήβων, ενώ η υποστήριξη από την οικογένεια συσχετίστηκε με μειωμένες πιθανότητες ανάπτυξης διατροφικών διαταραχών και την αποδοχή της εικόνας του σώματος τους (Stewart, 2003).
Επιπλέον, έρευνες έχουν δείξει ότι το να ζεις σε μονογονεϊκή οικογένεια φαίνεται να αποτελεί ένα παράγοντα κινδύνου για να αρχίσεις να καταναλώνεις αλκοόλ από νωρίς, καθώς οι μόνοι γονείς είναι πιθανότερο να κρατάνε μία λιγότερο περιοριστική και αυστηρή στάση απέναντι στο αλκοόλ και τους ίδιους τους εφήβους (Duncan et al., 2006; HellandsjoBu et al., 2002; Pettersson et al., 2009; Weitoft et al., 2003).
Σε έρευνα του Thiagarajan και των συνεργατών του (2009) βρέθηκε ότι περίπου το 70% των μόνων γονέων του δείγματος υπέφερε τουλάχιστον από μέτρια επίπεδα άγχους και πίεσης, τα οποία επηρεάζουν αρνητικά τη διαδικασία λήψης καταναλωτικών αποφάσεων. Οι περισσότεροι μόνοι γονείς παρουσιάζουν σημαντικά επίπεδα άγχους, πίεσης, δυσφορίας και υπερέντασης, καθώς αναλαμβάνουν πολλαπλούς ρόλους και ευθύνες δίχως τη στήριξη ενός συντρόφου και ενώ φαίνεται ότι μπορούν να έχουν τον έλεγχο στο νοικοκυριό τους, οι ίδιοι συχνά νιώθουν ότι βρίσκονται σε μία κατάσταση επαχθής και δυσβάσταχτη (Hawkins et al.,2004; Weiss, 1979c).
Οι μόνοι γονείς συχνά αισθάνονται ότι δυσκολεύονται να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις που επιβάλλει ο ρόλος τους και το άγχος που προκύπτει επηρεάζει την καταναλωτική συμπεριφορά της οικογένειας (Fellerman & Debevec, 1992). Το αυξημένο άγχος των μόνων γονέων εξαιτίας του περιορισμένου τους χρόνου και της σωματικής τους εξάντλησης σε συνδυασμό με την έλλειψη ενδιαφέροντος που επιδεικνύουν για πληροφόρηση σχετικά με τις αγορές τροφίμων, επιδρούν αρνητικά στη διαδικασία αγοράς τροφίμων. Οι μόνοι γονείς κάνουν τις επιλογές των αγορών τους με βασικό κριτήριο την εξοικονόμηση χρόνου, με αποτέλεσμα να προτιμούν τρόφιμα έτοιμα προς κατανάλωση ή φαγητά απ’ έξω. Από την άλλη πλευρά, οι πατέρες που δε ζουν με τα παιδιά τους συνήθως δεν αντιλαμβάνονται το καθήκον τους να εμπλέκονται στην αγορά και προετοιμασία του φαγητού, ρόλοι που τυπικά αποδίδονται στη μητέρα και προκαλούν έντονο άγχος ιδιαίτερα στις μόνες μητέρες(Thiagarajan et al., 2009).
Στις μονογονεϊκές οικογένειες, το ψάξιμο πληροφοριών σχετικά με την αγορά τροφίμων μειώνεται δραστικά εξαιτίας των πολλαπλών οικογενειακών και εργασιακών απαιτήσεων. Οι μόνοι γονείς επιλέγουν να αγοράζουν τρόφιμα μόνο όταν είναι απολύτως αναγκαίο και επειδή περιμένουν μέχρι να γίνει απαραίτητο να ψωνίσουν, είναι πιο πιθανό να βασίζονται μόνο στις πληροφορίες που ήδη γνωρίζουν, ανακαλώντας παλιές τους εμπειρίες, και με αυτό τον τρόπο καθοδηγούνται σε συγκεκριμένες επιλογές τροφίμων. Επιπλέον, αισθανόμενοι έντονη πίεση, επιλέγουν να αγοράζουν τρόφιμα, τα οποία έχουν εύκολη και γρήγορη προετοιμασία (Thiagarajan et al., 2009).
Οι μόνοι γονείς ωθούνται στην αγορά τροφίμων μόνο όταν η πραγματική τους κατάσταση απαιτεί προσοχή λόγω της σημαντικής πίεσης του χρόνου. Η αγορά τροφίμων δεν είναι σχεδιασμένη εκ των προτέρων και προκύπτει από τη συνεχή αναβλητικότητα της αγοράς τροφίμων, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε επιλογές περισσότερων ανθυγιεινών φαγητών, που προσφέρουν μεγαλύτερη ευκολία και άνεση στο γονέα στο θέμα του χρόνου. Με αυτό τον τρόπο, πολλοί μόνοι γονείς είναι πρόθυμοι να αγοράσουν οτιδήποτε διαθέσιμο για να λύσουν το πρόβλημα και δε βελτιώνουν την ποιότητα των αγορών τους, όμως ικανοποιούν τους τελικούς τους στόχους (Vermeir & Van Kenhove, 2004). Αντίθετα, ο σχεδιασμός της αγοράς τροφίμων παρουσιάζει πλεονεκτήματα, καθώς είναι πιο πιθανή η αγορά θρεπτικών και υγιεινών ειδών διατροφής, αλλά και εξοικονόμησης χρημάτων (Thiagarajan et al., 2009).
Η Dowler (1997) αναφέρει ότι οι φτωχές μονογονεϊκές οικογένειες που επιθυμούν και στοχεύουν στην ποιότητα και την υγιεινή διατροφή φαίνεται να το επιτυγχάνουν παρά το περιορισμένο τους εισόδημα, έστω και σε μικρότερο βαθμό από αυτές που βρίσκονται σε πιο ευνοημένη οικονομική κατάσταση. Εντούτοις, σε μερικές περιπτώσεις υπάρχει η επιθυμία και η θέληση από μέρους των μελών της οικογένειας, που, όμως, πνίγονται στην προσπάθεια για επιβίωση της οικογένειας.
Τα αποτελέσματα της έρευνας των Bronte-Tinkew και DeJong (2004) έδειξαν ότι τα παιδιά Από μονογονεϊκές οικογένειες στην Τζαμάικα είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν χαμηλό ύψος σε σχέση με την ηλικία τους και αυξημένη πιθανότητα να εμποδιστεί η κανονική τους ανάπτυξη. Το ύψος σε σχέση με την ηλικία υποδεικνύει το επίπεδο της διατροφικής κατάστασης των παιδιών, το οποίο, με τη σειρά του, μπορεί να υποδείξει τον τρόπο διατροφής τους στο παρελθόν και τα επίπεδα υγείας τους. Ένα χαμηλό επίπεδο διατροφικής κατάστασης κατά τα πρώτα χρόνια, έχει μακροχρόνιες επιπτώσεις στα παιδιά καθώς βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο ασθενείας (Lichter, 1997).
Τα παιδιά από μονογονεϊκές οικογένειες είναι περισσότερο ευάλωτα σε άσχημα διατροφικά πρότυπα (Bronte-Tinkew & DeJong, 2004) και επιδεικνύουν χαμηλότερα επίπεδα ψυχικής και σωματικής ευεξίας σε σύγκριση με τα παιδιά που ζουν με τους δύο γονείς (Dawson, 1991; McLanahan & Booth, 1989).
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι μόνοι γονείς δεν αφιερώνουν αρκετό χρόνο στα παιδιά, τα οποία έχουν λιγότερη επίβλεψη και δε δίνεται η απαραίτητη προσοχή στην εξασφάλιση καλών διατροφικών συνηθειών και στη φροντίδα της υγείας τους (Amato, 1987).
Αντίθετα, σε έρευνα των Johnson και Rogers (1993) που έγινε στη Δομινικανή Δημοκρατία, τα παιδιά από μονογονεϊκές οικογένειες ήταν ψηλότερα και βαρύτερα για την ηλικία τους σε σχέση με τα παιδιά που έμεναν με δύο γονείς. Η ερμηνεία που δίνεται στο αποτέλεσμα από τους ερευνητές είναι ότι όταν η γυναίκα είναι αρχηγός του νοικοκυριού φροντίζει – ακόμη και με το χαμηλό εισόδημα που εισπράττει – τα παιδιά της να επωφελούνται στο μέγιστο βαθμό που αυτή μπορεί να προσφέρει.
5. ΣΚΟΠΟΣ ΕΡΕΥΝΑΣ
Σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να γίνει σύγκριση ανάμεσα στις μητέρες των τυπικών και τις μητέρες των μονογονεϊκών οικογενειών που προκύπτουν από διαζύγιο, ώστε να διερευνηθεί ο τύπος του δεσμού μεταξύ μητέρας-παιδιού, η τυπολογία της μητέρας στις δύο αυτές μορφές οικογένειας και η συναισθηματική εκφραστικότητα της μητέρας στο πλαίσιο της οικογένειας. Επίσης, εξετάζονται οι διατροφικές συνήθειες των παιδιών στις τυπικές και τις μονογονεϊκές οικογένειες και ο βαθμός στον οποίο αυτές επηρεάζονται από το οικογενειακό περιβάλλον.
6.ΜΕΘΟΔΟΣ
6.1. Συμμετέχοντες
Για τη διεξαγωγή της έρευνας, χρειάστηκε να συμπληρωθούν ερωτηματολόγια από εξήντα μητέρες και η επιλογή αυτών έγινε με βασικά κριτήρια την οικογενειακή τους κατάσταση και την ηλικία των παιδιών τους. Το δείγμα αποτελείται από τριάντα παντρεμένες και τριάντα διαζευγμένες μητέρες, οι οποίες έχουν τουλάχιστον ένα παιδί ηλικίας μέχρι 18 ετών.
Η μέση ηλικία των παντρεμένων μητέρων είναι 39,33 έτη (τ.α. 6,042) και των διαζευγμένων μητέρων 41 έτη (τ.α. 6,422).
Οι περισσότερες παντρεμένες (μπ=4,77 τ.απ=1,59) και διαζευγμένες (μδ=4,17 τ.αδ=1,80)μητέρες είναι απόφοιτοι λυκείου (30% και 36,7% αντίστοιχα), ενώ υπάρχει ένα μικρό ποσοστό αποφοίτων δημοτικού (3,3%) και γυμνασίου (10%), οι οποίες ανήκουν μόνο στην ομάδα των διαζευγμένων. Παράλληλα, οι παντρεμένες(μπ=2,17 τ.απ=0,83)μητέρες έχουν κατά μέσο όρο δύο (40%)με τρία (33,3%) παιδιά, ενώ η πλειοψηφία των διαζευγμένων (μδ=1,97 τ.αδ=0,76) έχει δύο (63,3%) παιδιά. Οι συμμετέχουσες διαμένουν στις επαρχίες της Λευκωσίας, Λεμεσού και Πάφου της Κύπρου, ωστόσο, η περιφέρεια στην οποία διαμένει η πλειοψηφία του δείγματος είναι η Λεμεσός με ποσοστό 86,7% για τις παντρεμένες (μπ=2,17 τ.απ=0,65) και 73,3% για τις διαζευγμένες(μδ=1,73 τ.αδ=0,45)μητέρες.
6.2. Εργαλεία της έρευνας
Εργαλείο Γονεϊκού Δεσμού (Parental Bonding Instrument, PBI)(Parker, 1990) (βλ.
Παράρτημα 1)
Ο Parker (1990) ανέπτυξε ένα εργαλείο γονεϊκού δεσμού, το οποίο είναι ένα εργαλείο μέτρησης που ανιχνεύει τον τύπο του γονεϊκού δεσμού, καταγράφει το συναισθηματικό δεσμό που έχουν αναπτύξει τα παιδιά με τους γονείς τους και επικεντρώνεται σε δύο βασικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου δεσμού, τη φροντίδα και τον έλεγχο που εκδηλώνουν οι γονείς προς τα παιδιά τους, τα οποία παίζουν σημαντικό ρόλο στις σχέσεις των γονιών με τα παιδιά. Το ερωτηματολόγιο γονεϊκού δεσμού περιλαμβάνει 25 προτάσεις και μέσω μιας κλίμακας τεσσάρων διαβαθμίσεων (1 = καθόλου, 2 = ελάχιστα, 3 = αρκετά, 4 = πάρα πολύ), αξιολογείται η συχνότητα ορισμένων συμπεριφορών των γονέων προς το παιδί.
Οι προτάσεις 5, 17, 6, 12, 1, 11, 14, 4, 2, 24, 18, 16 εισάγονται στον παράγοντα φροντίδα, ενώ οι προτάσεις 9, 23, 13, 19, 8, 20, 10, 15, 7, 3, 21, 25, 22 εισάγονται στον παράγοντα υπερπροστασία.
Εργαλείο Γονεϊκής Τυπολογίας (Parenting Style) (Robinson, Mandleco, Olsen & Hart,
2001) (βλ. Παράρτημα 1)
Το ερωτηματολόγιο Parenting Styles and Dimensions Questionnaire (PSDQ) από τους συγγραφείς Robinson, Mandleco, Olsen & Hart (2001) στηρίζεται στο μοντέλο γονεϊκής τυπολογίας της Baumrind (1989), το οποίο έχει ευρέως χρησιμοποιηθεί και εδραιωθεί ερευνητικά (Kaufmann et al., 2000; Oliver et al., 2009; Querido et al., 2002; Smetana,1994), ενώ σύμφωνα με αυτό προτείνονται τρεις τύποι γονέων: οι υποστηρικτικοί, οι αυταρχικοί και οι επιτρεπτικοί (Baumrind, 1989). H στάθμιση του ερωτηματολογίου για τον ελληνικό πληθυσμό ανέδειξε τέσσερις κυρίαρχους τύπους γονέων: τους υποστηρικτικούς(authoritative), τους αυταρχικούς (authoritarian), τους επιτρεπτικούς (permissive) και τους αυστηρούς (strict) (Αντωνοπούλου & Τσίτσας, υπό κρίση; μαριδάκη-Κασσωτάκη, 2009).
Το ερωτηματολόγιο αποτελείται από 33 προτάσεις, οι οποίες αξιολογούνταιμε βάσημία κλίμακα πέντε διαβαθμίσεων (1 = ποτέ, 2 = σπάνια, 3 =μερικές φορές, 4 = πολύ συχνά, 5 = πάντα).
Οι προτάσεις 1, 6, 8, 10, 13, 15, 22, 23, 26, 28, 30, 32 αξιολογούν την υποστηρικτικήμητέρα, οι προτάσεις 5, 11, 17, 20, 27, 29, 33 αξιολογούν την αυταρχική μητέρα, οι προτάσεις 9, 16, 18, 21, 25 αξιολογούν την επιτρεπτική μητέρα και οι προτάσεις12, 14, 24, 31 αξιολογούν την αυστηρή μητέρα (Αντωνοπούλου & Τσίτσας, υπό κρίση; Μαριδάκη-Κασσωτάκη, 2009).
Εργαλείο Έκφρασης Συναισθημάτων στην Οικογένεια (Self-Expressiveness in the Family Questionnaire, SEFQ) (Halberstadt et al., 1995) (βλ. Παράρτημα 1)
Το ερωτηματολόγιο για την ικανότητα έκφρασης των συναισθημάτων στην οικογένεια πρόκειται για ένα εργαλείο μέτρησης της έκφρασης θετικών ή αρνητικών συναισθημάτων μέσα στο πλαίσιο της οικογένειας και αποτελείται από 40 προτάσεις, οι οποίες Αξιολογούνται μέσω μίας κλίμακας εννέα διαβαθμίσεων (1, 2, 3 = ποτέ ή σπάνια, 4, 5, 6 = μέτρια συχνότητα, 7, 8, 9 = πολύ συχνά). Οι προτάσεις 1, 2, 3, 6, 13, 16, 17, 18, 21, 22, 23,26, 28, 30, 31, 33, 35, 38, 39, 40 εκφράζουν θετικά συναισθήματα, ενώ οι προτάσεις 4, 5, 7,8, 9, 10, 11, 12, 14, 15, 19, 20, 24, 25, 27, 29, 32, 34, 36, 37 εκφράζουν αρνητικά συναισθήματα. Το ερωτηματολόγιο αφορά τις λεκτικές και μη λεκτικές εκφράσεις μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον και στην παρούσα έρευνα δείχνει πόσο συχνά εκφράζονται ελεύθερα οι μητέρες με τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας (Halberstadt, 1983; Halberstadt etal., 1995).
Ερωτηματολόγιο Διατροφικών Συνηθειών των Παιδιών (βλ. Παράρτημα 1)
Το ερωτηματολόγιο για τις διατροφικές συνήθειες των παιδιών περιλαμβάνει 24 ερωτήσεις, οι οποίες απευθύνονται στο γονέα και αφορούν την επιρροή που το οικογενειακό περιβάλλον ασκεί στη διαμόρφωση των διατροφικών συμπεριφορών των παιδιών.
6.3. Διαδικασία
Τα ερωτηματολόγια του γονεϊκού δεσμού, της γονεϊκής τυπολογίας και της έκφρασης συναισθημάτων στην οικογένεια, καθώς και το ερωτηματολόγιο για τις διατροφικές συνήθειες των παιδιών, μοιράστηκαν και συμπληρώθηκαν από τριάντα παντρεμένες και τριάντα διαζευγμένες μητέρες, οι οποίες έχουν τουλάχιστον ένα παιδί κάτω των 18 ετών.
Για ερευνητικούς λόγους, οι διαζευγμένοι γονείς και τα παιδιά τους αποτελούν μία ομάδα που συνήθως συγκρίνεται με τους μη διαζευγμένους γονείς και τα παιδιά τους, παρόλο που υπάρχει μεγάλη ανομοιογένεια σε κάθε ομάδα και κάθε οικογένεια είναι ξεχωριστή και διαφορετική. Στην παρούσα έρευνα γίνεται σύγκριση μεταξύ των τυπικών και των μονογονεϊκών οικογενειών, ωστόσο, δεν είχε γίνει καμία τέτοια αναφορά στις συμμετέχουσες, με σκοπό τα ερωτηματολόγια να συμπληρωθούν όσο το δυνατόν πιο αξιόπιστα από το δείγμα.
Για τη διαδικασία συλλογής των ερωτηματολογίων, που διήρκησε δύο μήνες (10/12/09 –10/02/10), βρεθήκαμε σε τρεις επαρχίες της Κύπρου – τη Λευκωσία, τη Λεμεσό και την Πάφο. Η γνωριμία και η προϋπάρχουσα οικειότητα μεταξύ της οικογένειας μου και των συμμετεχουσών μητέρων βοήθησε στην ευκολότερη προσέγγισης τους, στην προθυμία και αποδοχή της συμμετοχής από μέρους τους και γενικότερα, στην ομαλότερη διεξαγωγή της έρευνας.
Μετά τη συμπλήρωση και συλλογή των ερωτηματολογίων ακολούθησε η επεξεργασία αυτών. Η στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων έγινε με τη χρήση του στατιστικού πακέτου SPSS.
7. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Στον πίνακα 1 αναγράφονται τα αποτελέσματα του γονεϊκού δεσμού, ο οποίος
επικεντρώνεται σε δύο χαρακτηριστικά που οι παντρεμένες και οι διαζευγμένεςμητέρες
εκδηλώνουν στα παιδιά τους: τη φροντίδα και την υπερπροστασία.
Πίνακας 1: Σύγκριση των μέσων όρων του γονεϊκού δεσμού φροντίδα και του γονεϊκού δεσμού Υπερπροστασία μεταξύ των παντρεμένων και των διαζευγμένων μητέρων.
|
Παντρεμένες μητέρες(n=30)
|
Διαζευγμένες μητέρες (n=30)
|
|
|
|
Μέση τιμή
|
Τυπική
απόκλιση
|
Μέση τιμή
|
Τυπική
απόκλιση
|
Mann-
Whitney
Test
|
Sig. (2-
tailed)
|
Φροντίδα
|
39,43
|
4,099
|
40,13
|
3,569
|
Z58 = -0,624
|
0,532(ns)
|
Υπερπροστασία
|
31,03
|
4,173
|
30,63
|
3,596
|
Z58 = -0,082
|
0,935(ns)
|
Από τον πίνακα 1 προκύπτει ότι η διαφορά των μέσων όρων του γονεϊκού δεσμού σχετικά με τη διάσταση της φροντίδας μεταξύ των παντρεμένων και των διαζευγμένων μητέρων δεν είναι στατιστικά σημαντική (Z58=-0,624, p=0,532). Το ίδιο συμβαίνει και με τη διαφορά των μέσων όρων του γονεϊκού δεσμού που αφορά τη διάσταση της υπερπροστασίας ανάμεσα στις παντρεμένες και τις διαζευγμένες μητέρες (Z58=-0,082, p=0,935).
Στον πίνακα 2 παρουσιάζεται η τυπολογία των παντρεμένων και των διαζευγμένων
μητέρων, η οποία αναδεικνύει τον υποστηρικτικό, τον αυταρχικό, τον επιτρεπτικό και τον
αυστηρό τύπο γονέα.
Πίνακας 2: Σύγκριση των μέσων όρων των τύπων γονέα μεταξύ παντρεμένων και διαζευγμένων μητέρων.
|
Παντρεμένεςμητέρες
(n=30)
|
|
Διαζευγμένεςμητέρες
(n=30)
|
|
|
|
|
Μέση τιμή
|
Τυπική
απόκλιση
|
Μέση τιμή
|
Τυπική
απόκλιση
|
Mann-
Whitney
Test
|
Sig. (2-
tailed)
|
Υποστηρικτική
|
48,67
|
5,921
|
50,30
|
5,154
|
Z58 = -1,068
|
0,286(ns)
|
Αυταρχική
|
12,63
|
3,567
|
10,43
|
3,115
|
Z58 = -2,629
|
0,009**
|
Επιτρεπτική
|
12,43
|
3,224
|
11,97
|
3,045
|
Z58 = -0,596
|
0,551(ns)
|
Αυστηρή
|
14,23
|
1,654
|
13,87
|
2,596
|
Z58 = -0,194
|
0,846(ns) **
|
Από τον πίνακα 2 προκύπτει ότι η διαφορά των μέσων όρων των παντρεμένων από των Διαζευγμένων μητέρων ως προς τον αυταρχικό τύπο γονέα είναι στατιστικά σημαντική (Z58=-2,629, p<0,01). Αντίθετα, η διαφορά των μέσων όρων μεταξύ των παντρεμένων και των διαζευγμένων μητέρων ως προς τον υποστηρικτικό (Z58=-1,068, p=0,286), τον επιτρεπτικό (Z58=-0,596, p=0,551) και τον αυστηρό (Z58=-0,194, p=0,846) τύπο γονέα δεν είναι στατιστικά σημαντική.
Στον πίνακα 3 παρουσιάζεται η έκφραση συναισθημάτων των παντρεμένων και των διαζευγμένων μητέρων στο πλαίσιο της οικογένειας, η οποία διακρίνεται από θετικά και αρνητικά συναισθήματα.
Πίνακας 3: Σύγκριση των μέσων όρων της θετικής και της αρνητικής εκφραστικότητας μέσα στην οικογένεια μεταξύ των παντρεμένων και των διαζευγμένων μητέρων.
|
Παντρεμένεςμητέρες
(n=30)
|
|
Διαζευγμένεςμητέρες
(n=30)
|
|
|
|
|
Μέση τιμή
|
Τυπική
απόκλιση
|
Μέση τιμή
|
Τυπική
απόκλιση
|
Mann-
Whitney
Test
|
Sig. (2-
tailed)
|
Θετική
|
139,93
|
17,390
|
134,97
|
11,932
|
Z58 = -1,502
|
0,133(ns)
|
Αρνητική
|
111,67
|
13,573
|
116,07
|
18,751
|
Z58 = -1,702
|
0,089(ns)
|
Από τον πίνακα 3 προκύπτει ότι η διαφορά των μέσων όρων της θετικής εκφραστικότητας μέσα στην οικογένεια μεταξύ των παντρεμένων και των διαζευγμένων μητέρων δεν είναι στατιστικά σημαντική (Z58=-1,502, p=0,133). Το ίδιο συμβαίνει και με τη διαφορά των μέσων όρων της αρνητικής εκφραστικότητας μέσα στην οικογένεια ανάμεσα στις παντρεμένες και τις διαζευγμένες μητέρες (Z58 = -1,702, p=0,089).
Στον πίνακα 4 αναγράφονται τα αποτελέσματα που σχετίζονται με τις διατροφικές συμπεριφορές των παιδιών από τυπικές και μονογονεϊκές οικογένειες και αφορούν τη βρώση προγεύματος από αυτά.
Πίνακας 4: Σύγκριση των ποσοστών των απαντήσεων μεταξύ των παντρεμένων και των διαζευγμένων μητέρων για τη βρώση προγεύματος από τα παιδιά.
|
Παντρεμένες
μητέρες
(n=30)
|
Διαζευγμένες
μητέρες
(n=30)
|
|
Ποσοστό (%)
|
Ποσοστό (%)
|
Pearson
Chi-Square
|
Sig. (2-
sided)
|
Τα παιδιά τρώνε πρόγευμα
|
76,7
|
53,3
|
X²58 = 3,590
|
0,049
|
Τα παιδιά δεν τρώνε πρόγευμα
|
23,3
|
46,7
|
**p < 0,01
Από τον πίνακα 4 προκύπτει ότι η διαφορά των ποσοστών των απαντήσεων που αφορούν τη βρώση προγεύματος από τα παιδιά των τυπικών και των μονογονεϊκών οικογενειών είναι στατιστικά σημαντική (X²58 =3,590, p<0,05).
Στον πίνακα 5 παρουσιάζονται τα αποτελέσματα που σχετίζονται με τις ενέργειες των παντρεμένες και των διαζευγμένων μητέρων που μπορούν να επηρεάσουν τις διατροφικές συνήθειες των παιδιών και αφορούν την αγορά αναψυκτικών ποτών για το νοικοκυριό.
Πίνακας 5: Σύγκριση των ποσοστών των απαντήσεων μεταξύ των παντρεμένων και των διαζευγμένων μητέρων για την αγορά αναψυκτικών για το νοικοκυριό.
|
Παντρεμένες
μητέρες
(n=30)
|
Διαζευγμένες
μητέρες
(n=30)
|
|
Ποσοστό (%)
|
Ποσοστό (%)
|
Pearson
Chi-Square
|
Sig. (2-
sided)
|
Ημητέρα αγοράζει αναψυκτικά για
το σπίτι
|
83,3
|
60,0
|
X²58 = 4,022
|
0,045*
|
Ημητέρα δεν αγοράζει αναψυκτικά
για το σπίτι
|
16,7
|
40,0
|
Από τον πίνακα 5 προκύπτει ότι η διαφορά των ποσοστών των απαντήσεων που αφορούν την αγορά αναψυκτικών για το νοικοκυριό από τις παντρεμένες και τις διαζευγμένες μητέρες είναι στατιστικά σημαντική (X²58 =4,022, p<0,05).
Στον πίνακα 6 αναγράφεται η συχνότητα κατανάλωσης αναψυκτικών ποτών μονάχα από τα παιδιά από τυπικές και μονογονεϊκές οικογένειες, των οποίων οι μητέρες, επίσης, καταναλώνουν τέτοιου είδους ποτά, ενώ έχει γίνει συγχώνευση των επιλογών μία και δύο φορές την εβδομάδα και των επιλογών τρεις φορές την εβδομάδα και κάθε μέρα.
Πίνακας 6: Σύγκριση των ποσοστών των απαντήσεων μεταξύ των παντρεμένων και των διαζευγμένων μητέρων για τη συχνότητα κατανάλωσης αναψυκτικών από τα παιδιά.
|
Παντρεμένες
μητέρες
(n=15)
|
Διαζευγμένες
μητέρες
(n=12)
|
|
Ποσοστό (%)
|
Ποσοστό (%)
|
Pearson
Chi-Square
|
Sig. (2-
sided)
|
Μία έως δύο φορές την εβδομάδα
|
86,7
|
33,3
|
X²58 = 8,132
|
0,004**
|
Τρεις φορές την εβδομάδα έως κάθε μέρα
|
13,3
|
66,7
|
**p < 0,01
Από τον πίνακα 6 προκύπτει ότι η διαφορά των ποσοστών των απαντήσεων που αφορούν τη συχνότητα κατανάλωσης αναψυκτικών από τα παιδιά των τυπικών και των μονογονεϊκών οικογενειών είναι στατιστικά σημαντική (X²58 =8,132, p<0,01).
Στον πίνακα 7 παρουσιάζονται τα αποτελέσματα που αφορούν την ετοιμασία κολατσιού για το σχολείο από τις μητέρες στα παιδιά των τυπικών και των μονογονεϊκών οικογενειών.
Πίνακας 7: Σύγκριση των ποσοστών των απαντήσεων μεταξύ των παντρεμένων και των διαζευγμένων μητέρων για την ετοιμασία κολατσιού για το σχολείο στα παιδιά.
|
Παντρεμένες
μητέρες
(n=30)
|
Διαζευγμένες
μητέρες
(n=30)
|
|
Ποσοστό (%)
|
Ποσοστό (%)
|
Pearson
Chi-Square
|
Sig. (2-
sided)
|
Η μητέρα ετοιμάζει κολατσιό στα
παιδιά για το σχολείο
|
80,0
|
50,0
|
X²58 = 5,934
|
0,015*
|
Η μητέρα δεν ετοιμάζει κολατσιό
στα παιδιά για το σχολείο
|
20,0
|
50,0
|
*p < 0,05
Από τον πίνακα 7 προκύπτει ότι η διαφορά των ποσοστών των απαντήσεων που αφορούν την ετοιμασία κολατσιού για το σχολείο στα παιδιά από τις παντρεμένες και τις διαζευγμένες μητέρες είναι στατιστικά σημαντική (X²58 =5,934, p<0,05).
Στον πίνακα 8 παρουσιάζονται τα αποτελέσματα που σχετίζονται με τις ανησυχίες για τις διατροφικές συνήθειες των παιδιών μονάχα από τις παντρεμένες και τις διαζευγμένες μητέρες που πιστεύουν ότι τα παιδιά τους δε διατρέφονται σωστά και συγκεκριμένα αφορούν την κατανάλωση γλυκών από αυτά.
Πίνακας 8: Σύγκριση των ποσοστών των απαντήσεων μεταξύ των παντρεμένων και των διαζευγμένων μητέρων για την εκδήλωση ανησυχιών για την κατανάλωση γλυκών από τα παιδιά.
|
αντρεμένες
μητέρες
(n=19)
|
Διαζευγμένες
μητέρες
(n=16)
|
|
Ποσοστό (%)
|
Ποσοστό (%)
|
Pearson
Chi-Square
|
Sig. (2-
sided)
|
Ημητέρα ανησυχεί για την κατανάλωση
γλυκών από τα παιδιά
|
57,9
|
18,8
|
X²58 = 5,963
|
0,015
|
Ημητέρα δεν ανησυχεί για την
κατανάλωση γλυκών από τα παιδιά
|
42,1
|
81,2
|
p < 0,05
Από τον πίνακα 8 προκύπτει ότι η διαφορά των ποσοστών των απαντήσεων που αφορούν την εκδήλωση ανησυχιών από τις παντρεμένες και τις διαζευγμένες μητέρες για την κατανάλωση γλυκών από τα παιδιά είναι στατιστικά σημαντική (X²58 =5,963, p<0,05).
Στον πίνακα 9 αναγράφονται τα αποτελέσματα που αφορούν την ύπαρξη θετικών διατροφικών συνηθειών των παιδιών από τυπικές και μονογονεϊκές οικογένειες. Οι θετικές διατροφικές συνήθειες προκύπτουν από το άθροισμα των ερωτήσεων 6, 7, 8, 10, 12, 13, 14,15, 16, 17, 19, 21 από το Ερωτηματολόγιο Διατροφικών Συνηθειών των Παιδιών (βλ.παράρτημα 1) και αφού προηγουμένως οι ερωτήσεις 7, 8, 10, 12 έχουν βαθμολογηθεί με αντίστροφο τρόπο με σκοπό την εξαγωγή ενός συνολικού βαθμού που αξιολογεί τις θετικές συνήθειες των μητέρων ως προς τη διατροφή των παιδιών.
Πίνακας 9: Σύγκριση των μέσων όρων των απαντήσεων μεταξύ των παντρεμένων και των διαζευγμένων μητέρων για τις θετικές διατροφικές συνήθειες των παιδιών.
|
Παντρεμένες
μητέρες
(n=30)
|
Διαζευγμένες
μητέρες
(n=30)
|
|
|
|
μέση
τιμή
|
Τυπική
απόκλιση
|
Μέση
τιμή
|
Τυπική
απόκλιση
|
Mann-Whitney
Test
|
Sig. (2-
tailed)
|
Θετικές διατροφικές
συνήθειες των παιδιών
|
7,53
|
1,78
|
7,47
|
2,10
|
Z58 = -0,053
|
0,958(ns)
|
p < 0,05
Από τον πίνακα 9 προκύπτει ότι η διαφορά των μέσων όρων των απαντήσεων που αφορούν τις θετικές διατροφικές συνηθειών των παιδιών των τυπικών και των μονογονεϊκών οικογενειών δεν είναι στατιστικά σημαντική (Z58 =-0,053, p=0,958).
Στον πίνακα 10 αναγράφονται τα αποτελέσματα που σχετίζονται με τις ανησυχίες για τις διατροφικές συνήθειες των παιδιών μονάχα από τις παντρεμένες και τις διαζευγμένες μητέρες που πιστεύουν ότι τα παιδιά τους δε διατρέφονται σωστά. Οι ανησυχίες των μητέρων για τις διατροφικές συνήθειες των παιδιών προκύπτουν από το άθροισμα των επτά υποερωτημάτων της ερώτησης 18 από το Ερωτηματολόγιο Διατροφικών Συνηθειών των Παιδιών (βλ. παράρτημα 1).
Πίνακας 10: Σύγκριση των μέσων όρων των απαντήσεων μεταξύ των παντρεμένων και των διαζευγμένων μητέρων για την εκδήλωση ανησυχιών για τις διατροφικές συνήθειες των παιδιών.
|
Παντρεμένες
μητέρες
(n=19)
|
|
Διαζευγμένες
μητέρες
(n=16)
|
|
|
|
|
μέση τιμή
|
Τυπική
απόκλιση
|
Μέση
τιμή
|
Τυπική
απόκλιση
|
Mann-Whitney
Test
|
Sig. (2-
tailed)
|
Ανησυχίες των μητέρων για τις διατροφικές συνήθειες των παιδιών
|
1,07
|
1,01
|
0,87
|
1,04
|
Z58 = -0,900
|
0,368(ns)
|
Από τον πίνακα 10 προκύπτει ότι η διαφορά των μέσων όρων των απαντήσεων που αφορούν την εκδήλωση ανησυχιών από τις παντρεμένες και τις διαζευγμένες μητέρες για τις διατροφικές συνήθειες των παιδιών δεν είναι στατιστικά σημαντική (Z58 =-0,900, p=0,368).
Στον πίνακα 11 παρουσιάζονται οι συντελεστές συσχέτισης των τύπων γονέα με το γονεϊκό δεσμό και οι συντελεστές συσχέτισης των τύπων γονέα με την εκφραστικότητα στο πλαίσιο της οικογένειας στην έρευνα για τις παντρεμένες και τις διαζευγμένες μητέρες. Στην πρώτη στήλη του πίνακα αναγράφεται ο βαθμός συσχέτισης του γονεϊκού δεσμού Φροντίδα με τους τύπους γονέα, στη δεύτερη στήλη ο βαθμός συσχέτισης του γονεϊκού δεσμού υπερπροστασία με τους τύπους γονέα, στην τρίτη στήλη ο βαθμός συσχέτισης της θετικής εκφραστικότητας στην οικογένεια με τους τύπους γονέα και στην τέταρτη στήλη ο βαθμός συσχέτισης της αρνητικής εκφραστικότητας στην οικογένεια με τους τύπους γονέα.
Πίνακας 11: Συσχετίσεις των τύπων γονέα με το γονεϊκό δεσμό και την εκφραστικότητα στην οικογένεια, αντίστοιχα.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ
(SPEARMAN
CORRELATIONS)
|
Γονεϊκός δεσµός -
Φροντίδα
|
Γονεϊκός δεσµός -
Υπερπροστασία
|
Θετική
εκφραστικότητα
|
Αρνητική
εκφραστικότητα
|
Υποστηρικτικός τύπος γονέα
|
**0,506
|
-0,023
|
**0,634
|
*0,326
|
Αυταρχικός τύπος γονέα
|
*-0,314
|
**0,375
|
-0,188
|
**-0,607
|
Επιτρεπτικός τύπος γονέα
|
*-0,281
|
**0,533
|
**-0,375
|
**-0,538
|
Αυστηρός τύπος γονέα
|
0,024
|
**0,379
|
0,127
|
**-0,378
|
**p < 0,01, *p < 0,05
Από τον πίνακα 11 προκύπτει ότι υπάρχει θετική συσχέτιση σε επίπεδο σημαντικότητας 0,01 στο γονεϊκό δεσμό φροντίδα με τον υποστηρικτικό τύπο γονέα, στο γονεϊκό δεσμό Υπερπροστασία με τον αυταρχικό, τον επιτρεπτικό και τον αυστηρό τύπο γονέα, αντίστοιχα, καθώς και στη θετική εκφραστικότητα με τον υποστηρικτικό τύπο γονέα. Παράλληλα, υπάρχει θετική συσχέτιση σε επίπεδο σημαντικότητας 0,05 στην αρνητική εκφραστικότητα με τον υποστηρικτικό τύπο γονέα.
Αντίθετα, υπάρχει αρνητική συσχέτιση σε επίπεδο σημαντικότητας 0,01 στη θετική εκφραστικότητα με τον επιτρεπτικό τύπο γονέα και στην αρνητική εκφραστικότητα με τον αυταρχικό, τον επιτρεπτικό και τον αυστηρό τύπο γονέα, αντίστοιχα, ενώ υπάρχει αρνητική συσχέτιση σε επίπεδο σημαντικότητας 0,05 στο γονεϊκό δεσμό φροντίδα με τον αυταρχικό και τον επιτρεπτικό τύπο γονέα, αντίστοιχα.
Στον πίνακα 12 παρουσιάζονται οι συντελεστές συσχέτισης των τύπων γονέα με τις θετικές διατροφικές συνήθειες των παιδιών και οι συντελεστές συσχέτισης των τύπων γονέα με τις ανησυχίες των μητέρων για τις διατροφικές συνήθειες των παιδιών στην έρευνα για τις παντρεμένες και τις διαζευγμένες μητέρες. Στην πρώτη στήλη του πίνακα αναγράφεται ο βαθμός συσχέτισης των θετικών διατροφικών συνηθειών των παιδιών με τους τύπους γονέα και στη δεύτερη στήλη ο βαθμός συσχέτισης των ανησυχιών των μητέρων για τις διατροφικές συνήθειες των παιδιών με τους τύπους γονέα.
Πίνακας 12: Συσχετίσεις των τύπων γονέα με τις θετικές διατροφικές συνήθειες των παιδιών και τις ανησυχίες Των μητέρων για τις διατροφικές τους συνήθειες, αντίστοιχα.
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ ΣΥΣΧΕΤΙΣΗΣ
(SPEARMAN CORRELATIONS)
|
Θετικές διατροφικές συνήθειες
των παιδιών
|
Ανησυχίες των µητέρων για τις
διατροφικές συνήθειες των
παιδιών
|
Υποστηρικτικός τύπος γονέα
|
0,036
|
-0,117
|
Αυταρχικός τύπος γονέα
|
-0,240
|
0,353**
|
Επιτρεπτικός τύπος γονέα
|
-0,333**
|
0,412**
|
Αυστηρός τύπος γονέα
|
-0,118
|
0,198
|
p < 0,01, p < 0,05
Από τον πίνακα 12 προκύπτει ότι υπάρχει θετική συσχέτιση σε επίπεδο σημαντικότητας0,01 στις ανησυχίες των μητέρων για τις διατροφικές συνήθειες των παιδιών με τον αυταρχικό και τον επιτρεπτικό τύπο γονέα, αντίστοιχα, ενώ υπάρχει αρνητική συσχέτιση σε επίπεδο σημαντικότητας 0,01 στις θετικές διατροφικές συνήθειες των παιδιών με τον επιτρεπτικό τύπο γονέα.
8. ΣΥΖΗΤΗΣΗ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Σύμφωνα με τη στατιστική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της παρούσας έρευνας, ο τύπος της σχέσης που αναπτύσσεται ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί και επικεντρώνεται στη φροντίδα και την προστασία/έλεγχο που εκδηλώνει η μητέρα προς το παιδί, δε διαφέρει στις μονογονεϊκές από τις τυπικές οικογένειες (βλ. πίνακα 1). Το ίδιο συμβαίνει και με την εκφραστικότητα των μητέρων στο πλαίσιο της οικογένειας, όπου δεν υπάρχει καμία διαφορά στην έκφραση θετικών και αρνητικών συναισθημάτων μεταξύ των παντρεμένων και των διαζευγμένων μητέρων προς τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας (βλ. πίνακα 3).
Ωστόσο, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, οι παντρεμένες μητέρες φαίνεται να είναι περισσότερο αυταρχικές από τις διαζευγμένες μητέρες (βλ. πίνακα 2). Οι αυταρχικοί γονείς παρουσιάζονται αδιάλλακτοι με πολλές απαιτήσεις και προσδοκίες από το παιδί τους, ενώ παράλληλα, δεν είναι στοργικοί και ούτε ανταποκρίνονται στις ανάγκες του παιδιού. Συνήθως ασκούν υπέρμετρο έλεγχο στο παιδί, επιβάλλουν αυστηρά πρότυπα και κανόνες, ενώ απαιτούν αναντίρρητη υπακοή και σεβασμό στις προσταγές τους. Δεν επικοινωνούν με το παιδί τους και δεν δίνουν λογικές εξηγήσεις σ’ αυτό, ενώ πολύ συχνά χρησιμοποιούν την τιμωρία ως μέσο διαπαιδαγώγησης (Baumrind, 1978).
Το συγκεκριμένο εύρημα της παρούσας έρευνας συμφωνεί με πολλές έρευνες που έχουν γίνει κατά καιρούς. Πολλοί ερευνητές υποστηρίζουν την άποψη ότι οι μόνοι γονείς τείνουν να είναι λιγότερο αυταρχικοί και περισσότερο ελαστικοί με τα παιδιά τους σε σύγκριση μετ ους παντρεμένους γονείς (Amato & Keith, 1991a; Bumpus & Rodgers, 2009; Dornbusch et al., 1987; Rodgers & Rose, 2002).
Σε έρευνα των Bumpus και Rodgers (2009) βρέθηκε ότι οι μόνοι γονείς ασκούν μειωμένο έλεγχο και πειθαρχία στα παιδιά τους και είναι λιγότερο ενήμεροι για τις καθημερινές δραστηριότητες και εμπειρίες των παιδιών τους σε σύγκριση με τους παντρεμένους γονείς εξαιτίας της διευθέτησης των πολλαπλών καθημερινών τους υποχρεώσεων και της μη διαθεσιμότητας τους για συζητήσεις που αφορούν καθημερινά θέματα. Η Hetherington και οι συνεργάτες της (1998) υποστηρίζουν ότι ο μειωμένος γονεϊκός έλεγχος στις μονογονεϊκές οικογένειες πιθανό να οφείλεται στο γεγονός ότι τα παιδιά αυτών των οικογενειών παρουσιάζουν περισσότερη αυτονομία στη συμπεριφορά τους σε σχέση με άλλα παιδιά, καθώς συχνά αναλαμβάνουν περισσότερες ευθύνες, με αποτέλεσμα να αισθάνονται αποδεσμευμένα από τον καθημερινό έλεγχο των γονέων.
Η Κογκίδου (1995) αναφέρει ότι οι μόνες μητέρες θεωρούν ότι δεν μπορούν να δείξουν αυστηρότητα χωρίς να θέσουν σε κίνδυνο την αγάπη προς το παιδί τους και συχνά πιστεύουν ότι οι ίδιες αποτελούν τα πάντα γι’ αυτό. Πολλές μόνες μητέρες αναγνωρίζουν ότι κάνουν σχεδόν όλα τα χατίρια στο παιδί τους και δεν μπορούν να επιβάλουν πειθαρχία, γιατί αυτό μπορεί να θεωρηθεί από το παιδί ως απειλή ή έλλειψη αγάπης εκ μέρους τους. Παράλληλα, ο Ryan (1981) υποστηρίζει ότι οι περισσότεροι μόνοι γονείς αποφεύγουν την εφαρμογή απλών κανόνων, όταν αυτοί δυσαρεστούν το παιδί, καλλιεργώντας ένα κλίμα χαλαρότητας από φόβο μήπως η πίεση αυτή μεταφραστεί από το παιδί τους ως έλλειψη αγάπης από τη μεριά τους. Αυτό μπορεί να γίνεται από το μόνο γονέα προκειμένου είτε να ανακουφίσει τα παιδιά από τη ματαίωση που βίωσαν με το διαζύγιο είτε να κερδίσει την προτίμηση του παιδιού έναντι του άλλου γονέα.
Πολλοί ερευνητές, επίσης, υποστηρίζουν ότι οι διαζευγμένες μητέρες πέρα από τη λιγοστή συνέπεια και αποτελεσματικότητα που παρουσιάζουν στον έλεγχο των παιδιών, φαίνεται να έχουν και μικρότερες απαιτήσεις και προσδοκίες από αυτά σε σύγκριση με τις παντρεμένες(Demo & Acock, 1996a; Dornbusch et al., 1985; Hetherington, 1991; Hetherington et al.,1982; Weiss, 1979a), στοιχεία που, επίσης, δε χαρακτηρίζουν τον αυταρχικό τύπο γονέα.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας, όσο πιο υποστηρικτικός είναι ο γονέας Τόσο μεγαλύτερη πιθανότητα ο δεσμός του γονέα με τα παιδιά του να επικεντρώνεται στη διάσταση της φροντίδας και ο γονέας να παρουσιάζει έκφραση συναισθημάτων στην οικογένεια του είτε θετική είτε αρνητική με πιο έντονη τη θετική (βλ. πίνακα 11). Ο υποστηρικτικός γονέα θέτει όρια και ασκεί έλεγχο στη συμπεριφορά των παιδιών του για να μην αποκλίνουν από τα όρια του αποδεκτού, ενώ ταυτόχρονα, συζητά μαζί τους, αποδέχεται τα ενδιαφέροντα και τις ανάγκες τους, ενισχύει τις προσπάθειές τους, διατηρεί λογικές απαιτήσεις και υψηλές προσδοκίες από αυτά, και τους παρέχει εξηγήσεις όποτε χρειαστεί (Baumrind, 1978).
Από την άλλη, όσο πιο αυταρχικός ή επιτρεπτικός γονέας, τόσο μικρότερη πιθανότητα ο δεσμός του γονέα με τα παιδιά του να επικεντρώνεται στη διάσταση της φροντίδας (βλ. πίνακα 11). Ο επιτρεπτικός γονέας έχει πολύ λίγες απαιτήσεις από τα παιδιά του και είναι πολύ επιεικής και ανεκτικός ακόμη κι όταν παρεκτρέπονται, ασκεί ελάχιστο έλεγχο στη συμπεριφορά τους, δεν είναι καθοδηγητικός και σπάνια χρησιμοποιεί την τιμωρία, ενώ πολύ συχνά συντάσσεται με τις παρορμήσεις του (Baumrind,1978). Παράλληλα, όσο πιο αυταρχικός ή επιτρεπτικός ή αυστηρός είναι ο γονέας, τόσο μεγαλύτερη πιθανότητα ο δεσμός με το παιδί του να Χαρακτηρίζεται από έλεγχο/υπερπροστασία, και τόσο μικρότερη πιθανότητα ο γονέας να εκφράζει αρνητικά συναισθήματα στην οικογένεια του.
Ωστόσο, ο επιτρεπτικός τύπος γονέα δε συνδέεται ούτε με αρνητική, αλλά ούτε με θετική έκφραση συναισθημάτων στην οικογένεια του (βλ. πίνακα 11).
Όσον αφορά τις διατροφικές συνήθειες των παιδιών από τυπικές και των παιδιών από μονογονεϊκές οικογένειες, τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι περίπου το διπλάσιο ποσοστό των διαζευγμένων μητέρων σε σχέση με τις παντρεμένες μητέρες αναφέρει ότι τα παιδιά δεν τρώνε πρόγευμα (βλ. πίνακα 4), εύρημα το οποίο συμφωνεί με την έρευνα των Stewart και Menning (2009). Ταυτόχρονα, η συντριπτική πλειοψηφία των παντρεμένων μητέρων ετοιμάζει κολατσιό στα παιδιά για το σχολείο σε αντίθεση με ένα μικρότερο ποσοστό των διαζευγμένων μητέρων που κάνουν το ίδιο (βλ. πίνακα 7).
Το ποσοστό των μονογονεϊκών οικογενειών που δεν αγοράζει αναψυκτικά είναι περίπου το διπλάσιο από το αντίστοιχο των τυπικών (βλ. πίνακα 5), καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι τα παιδιά των μονογονεϊκών οικογενειών έχουν μικρότερη πρόσβαση στην κατανάλωση αναψυκτικών στο σπίτι.
Ωστόσο, τα παιδιά, των οποίων η μητέρα καταναλώνει αναψυκτικά και ζουν σε μονογονεϊκή οικογένεια, φαίνεται να επιλέγουν την κατανάλωση αναψυκτικών σε μεγαλύτερη συχνότητα από τα παιδιά των τυπικών οικογενειών, των οποίων η μητέρα καταναλώνει αναψυκτικά. Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί ότι το ποσοστό των παιδιών από μονογονεϊκές οικογένειες που καταναλώνει αναψυκτικά τρεις φορές την εβδομάδα έως κάθε μέρα είναι το πενταπλάσιο σε σύγκριση με το ποσοστό των παιδιών από τυπικές οικογένειες που καταναλώνουν αναψυκτικά στη συγκεκριμένη συχνότητα (βλ. πίνακα 6).
Από το σύνολο των μητέρων που πιστεύουν ότι τα παιδιά τους δε διατρέφονται σωστά, οι Διαζευγμένες μητέρες φαίνεται να εκδηλώνουν μικρότερα επίπεδα ανησυχίας σχετικά με την κατανάλωση γλυκών από τα παιδιά τους σε σχέση με τις παντρεμένες μητέρες (βλ. πίνακα8), ενώ παράλληλα, καμία διαφορά δεν εντοπίστηκε ανάμεσα στις τυπικές και τις μονογονεϊκές οικογένειες όσον αφορά τις θετικές διατροφικές συνήθειες των παιδιών (βλ.πίνακα 9) και τις ανησυχίες των μητέρων για τις διατροφικές συνήθειες των παιδιών (βλ.πίνακα 10). Εντούτοις, όσο πιο αυταρχικός ή επιτρεπτικός είναι ο γονέας, τόσο μεγαλύτερη πιθανότητα να εκδηλώνει ανησυχίες για τις διατροφικές συνήθειες των παιδιών του, ενώ συγχρόνως, όσο πιο επιτρεπτικός είναι ο γονέας, τόσο μικρότερη πιθανότητα να έχει θετικές συνήθειες ως προς τη διατροφή των παιδιών του (βλ. πίνακα 12).
Το σπουδαιότερο εύρημα της παρούσας έρευνας ενδεχομένως να είναι το γεγονός ότι οι Παντρεμένες μητέρες φαίνεται να είναι περισσότερο αυταρχικές από τις διαζευγμένες μητέρες, το οποίο επιβεβαιώνεται από διάφορες έρευνες που έχουν γίνει κατά καιρούς. Ωστόσο, ο περιορισμός της συγκεκριμένης έρευνας είναι το μικρό της δείγμα, ενώ σε αυτό το σημείο, θα πρέπει να τονισθεί η ανάγκη για την πραγμάτωση ερευνών που να σχετίζονται με τις μονογονεϊκές οικογένειες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σε Ελλάδα και Κύπρο, με σκοπό τον σχεδιασμό μίας αποτελεσματικότερης παρέμβασης από το κράτος και την πολιτεία για παροχή βοήθειας σ’ αυτές τις οικογένειες, αλλά και για την εξάλειψη της προκατάληψης που βιώνει σε μεγάλο βαθμό αυτή η μορφή οικογένειας.