Γράφει η Τίνα
Κουλουφάκου
(δημοσιογράφος)
Ποιος είναι, άραγε, ο «καλός γονιός» και σε ποια ηλικία κατακτάται η «ωριμότητα» για τη δημιουργία απογόνων; Στην πραγματικότητα, κανείς δεν είναι ποτέ έτοιμος να μεγαλώσει παιδιά. Αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία, λένε οι γνωρίζοντες.
Κάποτε, όταν ήμουν ακόμα πολύ μικρή, πίστευα πως ο καλύτερος τρόπος για να διασφαλίσεις το υγιές μεγάλωμα των παιδιών θα ήταν η σύσταση κάποιας επιτροπής που θα εξετάζει την ψυχική και νοητική υγεία των γονέων, ώστε να τους δίνει κάποια ειδική άδεια για να αποκτήσουν παιδιά. Κάτι σαν την άδεια οδήγησης, ας πούμε. Κατόπιν, όταν μεγάλωσα λίγο (και άρχισα να συνειδητοποιώ ότι ο φασισμός είναι πολυεπίπεδος), άλλαξα γνώμη, δίχως, ωστόσο, να καταφέρω να βρω μια ικανοποιητική λύση στο πρόβλημα.
Όταν ήρθε η ώρα να αποκτήσω παιδιά, και μόνο η ιδέα μού προκαλούσε απανωτές κρίσεις πανικού. Μα εγώ είμαι η ίδια παιδί!
● Πώς θα καταφέρω να παραμερίσω τον εγωισμό μου (αντί να χαίρομαι τη σεζλόνγκ, θα πρέπει τώρα να κυνηγάω ένα τέρας πάνω κάτω);
● Πώς θα διασφαλίσω τον προσωπικό μου χώρο (τι διάολο θέλει αυτό το πιανάκι στη μέση του σαλονιού) και χρόνο (θέλω να ξενυχτήσω σ’ ένα κλαμπ κι όχι στο προσκεφάλι ενός εμπύρετου σπόρου);
Έπειτα από 6 χρόνια μητρότητας στα όρια της ταλαιπωρίας και έπειτα από πολλαπλές επισκέψεις στην παιδοψυχολόγο της γειτονιάς μου, επαναφέρω το μέγα ερώτημα: Είμαστε ποτέ έτοιμοι να μεγαλώσουμε παιδιά;
Η παιδοψυχολόγος Μαρία Κοπακάκη αναλαμβάνει να με βοηθήσει να δω τη μεγάλη αλήθεια. Θα πονέσει, αλλά (αν δε με πεθάνει) θα με βγάλει πιο δυνατή. «Σε ό,τι αφορά αυτό με τη σύσταση …επιτροπής η ιδέα παραπέμπει στις πρακτικές της ευγονικής (υποχρεωτική στείρωση ατόμων με νοητικά ελλείμματα και ψυχικές νόσους). Είναι πάρα πολύ δύσκολο να ορίσει κανείς συγκεκριμένα και με λίγα λόγια τα κριτήρια που συνιστούν τον “καλό γονιό”, πόσο μάλλον να τα “μετρήσει”, ώστε να χορηγήσει σε ορισμένους ανθρώπους “δίπλωμα γονέα” και να το στερήσει από κάποιους άλλους.
Ο «αρκετά καλός γονιός»
»Γενικά, καλός γονιός είναι ο ψυχικά υγιής, ισορροπημένος άνθρωπος, που αντλεί ικανοποίηση από τη ζωή του και γνωρίζει καλά τον εαυτό του. Όντας ο ίδιος πλήρης, είναι ικανός να συντονιστεί με τις ανάγκες του παιδιού, να το φροντίσει με ζεστασιά και ενσυναίσθηση, να του δώσει ζωτικό συναισθηματικό χώρο να αναπνεύσει, να του δείξει το δρόμο βάζοντάς του τα όρια που χρειάζεται για να μη χαθεί. Ακόμα και αυτός όμως, ο –υπερβολικά γενικός και δυσπρόσιτος για τους περισσότερους από εμάς– ορισμός είναι στατικός και δεν εμπεριέχει τη διαρκή μας ικανότητα να εξελισσόμαστε και να προχωράμε ως άνθρωποι, άρα και ως γονείς», μου λέει.
Σκέφτομαι τον σπουδαίο ψυχαναλυτή παιδιών, τον D. Winnicott, που αναιρώντας την προσδοκία για τελειότητα μιλάει για τον «αρκετά καλό γονιό», στο βλέμμα του οποίου «καθρεφτίζεται» το βρέφος, ώστε να δομήσει τον εαυτό του. Μέσα από τις μικροστιγμές απουσίας και έλλειψης άψογου συντονισμού, το βρέφος πρωτογεύεται υγιείς «δόσεις» στέρησης και αναπτύσσει την ανεξαρτησία του. Ο «αρκετά καλός γονιός», τέλειος μέσα στην ατέλειά του, παραχωρεί στον εαυτό του το δικαίωμα να αποτυγχάνει και να κάνει λάθη, κοινωνώντας το ίδιο μήνυμα και στο παιδί: ότι δε χρειάζεται να είναι τέλειο για να το αγαπούν.
Τα προσωπικά βιώματα
Η Μαρία Κοπακάκη μου λέει πως πυξίδα μας στην ανατροφή των παιδιών είναι τα βαθιά χαραγμένα βιώματα της παιδικής μας ηλικίας, που ενεργοποιούνται ασυνείδητα όταν κρατάμε το δικό μας μωρό στην αγκαλιά. Κάποιες φορές επαναλαμβάνουμε τυφλά τις ίδιες εμπειρίες, άλλοτε προσπαθούμε απεγνωσμένα να πράξουμε τα αντίθετα. «Για παράδειγμα, εκείνος που βασανίστηκε από ελλείψεις και συναισθηματική απουσία πνίγει και υπερπροστατεύει ή ζητά ασυνείδητα από το παιδί να καλύψει τα δικά του κενά· εκείνος που μεγάλωσε μέσα σε αυστηρότητα αδυνατεί να βάλει τα όρια που χρειάζονται κτλ.».
Το «πεπρωμένον φυγείν αδύνατον» λοιπόν; «Όχι απόλυτα. Η απόκτηση αυτογνωσίας, η επαφή με τα βαθύτερα κομμάτια του εαυτού μας, μας βοηθά να βλέπουμε το παιδί πιο καθαρά και όχι μόνο μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς των παιδικών μας βιωμάτων. Πολλοί δρόμοι μάς οδηγούν εκεί:
● Ένας απ’ αυτούς είναι η ψυχοθεραπεία.
● Άλλος περνά μέσα από τις σχέσεις που δημιουργούμε στην πορεία της ζωής μας, μέσα από τις οποίες μπορεί να αποκτήσουμε διαφορετικές εμπειρίες και άρα να κάνουμε νέες συναισθηματικές εγγραφές.
● Ο τρίτος μπορεί να είναι και η ίδια η σχέση με το παιδί, που μας φέρνει μπροστά στους άλυτους κόμπους της δικής μας ιστορίας και μας αναγκάζει να βρούμε λύσεις».
Κι εγώ που κοιτούσα γύρω μου και νόμιζα ότι κάποιοι άνθρωποι είναι γεννημένοι γονείς... «Κατά μία έννοια, όλοι είμαστε “γεννημένοι γονείς”. Αυτός είναι ο βιολογικός μας προορισμός και είμαστε εξελικτικά εφοδιασμένοι με τις βασικές δεξιότητες που απαιτούνται για την ανατροφή ενός παιδιού. Τα παιδιά, άλλωστε, είναι εξαιρετικά ανθεκτικά πλάσματα και μπορούν ακόμα και με πολύ λίγα, με τα βασικά, να επιβιώσουν. Το να είμαστε και “καλοί γονείς”, που θα μεγαλώσουν ψυχικά υγιή, λειτουργικά, ευτυχισμένα παιδιά, βέβαια, είναι άλλη ιστορία», εξηγεί η Μαρία Κοπακάκη.
Πρέπει να «θυσιάζεται»;
Και αυτή η «άλλη ιστορία» είναι που βασανίζει τους περισσότερους γονείς. Ποιος είναι ο καλός γονιός; Τι τον κάνει καλό; Ο καλός γονιός είναι εκείνος που γίνεται θυσία για το παιδί του;
«Αν είναι αυτός που γίνεται θυσία, τότε, ναι, ίσως υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι πιο πρόθυμοι να κάνουν κάτι τέτοιο από άλλους. Οι άνθρωποι, βέβαια, αυτοί –οι προσανατολισμένοι στη φροντίδα των άλλων– δε γεννιούνται έτσι αλλά πλάθονται σταδιακά, μέσα από το δικό τους μεγάλωμα και τις εμπειρίες στην οικογένεια που ανατράφηκαν. Αυτοί, όμως, είναι συνήθως οι γονείς που τα παιδιά τούς νιώθουν στερημένους και δυστυχείς. Όταν το παιδί αισθάνεται ότι ο γονιός του δεν είναι καλά, δυσκολεύεται πολύ να προχωρήσει τη δική του ζωή. Παίρνει το ίδιο το ρόλο του γονιού, αντιστρέφοντας τους ρόλους και παραμελώ-ντας τις συναισθηματικές του ανάγκες, προκειμένου να στηρίξει το γονιό, ή προκαλεί μέσα από αντίδραση, ακόμα και με εμπλοκή σε αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές, προκειμένου να φέρει στην επιφάνεια τη δυσλειτουργία της οικογένειας.
»Όχι, λοιπόν. Καλός γονιός είναι εκείνος που είναι καλά μέσα του. Εκείνος που φροντίζει τον εαυτό του, που είναι ευτυχισμένος στη σχέση με το σύντροφό του (αν μιλάμε για ζευγάρι και όχι για τις μονογονεϊκές οικογένειες –μπορεί κανείς να είναι καλά με τον εαυτό του, αλλά και καλός γονιός, χωρίς να είναι απαραίτητα μέσα σε σχέση). Είναι γεμάτος, προκειμένου να έχει να “δώσει”».
Ένας τέτοιος γονιός δε «γεννιέται» αλλά γίνεται. Το σημείο εκκίνησης μπορεί να είναι διαφορετικό για τον καθένα, όμως ο δρόμος είναι ανοιχτός για όλους μας.
Η κατάλληλη ηλικία
Πολύ συχνά με απασχολεί η σωστή ηλικία για να αποκτήσεις ένα παιδί. Ίσως γιατί εγώ τα απέκτησα ως μεσήλικη πλέον. «Η σωστή ηλικία είναι διαφορετική για τον καθένα. Κάποιοι δε φτάνουν ποτέ στη σωστή ηλικία. Σημαντικό είναι ακόμα το να έχεις εκπληρώσει κάποιους στόχους ζωής, ώστε να μη νιώθεις ότι η απόκτηση παιδιού ανέκοψε την πορεία σου και να διατηρείς πικρία απέναντί του. Για να είναι κανείς επαρκής ως γονιός, πρέπει να έχει μεγαλώσει, να έχει βγει σ’ ένα βαθμό από το ρόλο του παιδιού, να διαθέτει αρκετή συναισθηματική ωριμότητα ώστε να μπορεί να δει το παιδί του ως μία ξεχωριστή οντότητα με ιδιαίτερες ανάγκες και επιθυμίες, και όχι να προβάλλει πάνω του δικές του ανάγκες και ανεκπλήρωτα όνειρα. Να γνωρίζει αρκετά καλά τον εαυτό του, ώστε να μπορέσει η ματιά του να χωρέσει και τον “άλλο”.
»Από την άλλη μεριά, μεγαλώνοντας παιδιά, μεγαλώνουμε κι εμείς. Ψηλαφίζουμε τα κενά μας, αγγίζουμε παλιά, ανεπούλωτα τραύματα, μετράμε τις δυνάμεις μας, μαθαίνουμε, εξελισσόμαστε, ζούμε χαρές, παίρνουμε ικανοποίηση, ξεπερνάμε εμπόδια, θυμώνουμε, ματαιωνόμαστε, αναγνωρίζουμε τις δυσκολίες των δικών μας γονιών, ταυτιζόμαστε και διαφοροποιούμαστε από εκείνους, τους συγχωρούμε για τα λάθη τους», ολοκληρώνει η Μαρία Κοπακάκη.
Συμπέρασμα
Και καταλήγουμε στις προϋποθέσεις, που τελικά είναι πολύ απλές και ανθρώπινες:
● Να θέλουμε ένα παιδί και να το ονειρευόμαστε.
● Να είμαστε καλά με τον εαυτό μας και με το σύντροφό μας (αν αυτός υπάρχει).
● Να έχουμε αυτογνωσία.
● Να αναγνωρίζουμε ότι ποτέ δε θα γίνουμε τέλειοι και να αποδεχόμαστε τον εαυτό μας με τα λάθη του.
Το κείμενο
δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Έψιλον» της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ (19.09.2010) με τον ίδιο
τίτλο.