Σας ενημερώνουμε ότι ο
Συνήγορος του Πολίτη απέστειλε στην Επιτροπή Δικαιωμάτων του Παιδιού του
Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, έκθεση σχετικά με την εφαρμογή της Διεθνούς Σύμβασης
για τα Δικαιώματα του Παιδιού στην Ελλάδα από το 2003 ως το 2011, η οποία περιλαμβάνει
τις κυριότερες διαπιστώσεις και προτάσεις του Συνηγόρου του Παιδιού σε θέματα
προάσπισης και προαγωγής των δικαιωμάτων των ανηλίκων.
Η έκθεση απεστάλη εν όψει της εξέτασης της 2ης και 3ης Εθνικής Έκθεσης για την εφαρμογή της
Σύμβασης, που θα λάβει χώρα στη Γενεύη στις 6 Ιουνίου 2012, στην οποία
πρόκειται να παραστεί και ο Βοηθός Συνήγορος για τα Δικαιώματα του Παιδιού,
Γιώργος Μόσχος.
8 Οικογένεια
και εναλλακτική φροντίδα
8.1
Γονική επιμέλεια, γονικές ευθύνες, βοήθεια στους γονείς (Άρθρα 5, 18)
Οι υπηρεσίες στις οποίες μπορεί να απευθυνθεί ένα παιδί
ή μια οικογένεια για συμβουλευτική και υποστήριξη σχετικά με την άσκηση της
γονικής επιμέλειας είναι περιορισμένες και η αναμονή αρκετά μεγάλη.
Παντελής είναι η απουσία υπηρεσιών οικογενειακής διαμεσολάβησης
και εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών περί την εφαρμογή δικαστικών αποφάσεων, την
γονική επιμέλεια και το δικαίωμα της επικοινωνίας των παιδιών με τον γονέα που
δεν διαμένει μαζί τους.
Όταν ένας έφηβος ανήλικος επιθυμεί να εκφράσει τις αντίθετες
απόψεις του σχετικά με την εφαρμογή δικαστικών αποφάσεων στα θέματα επιμέλειας
και επικοινωνίας με τον γονέα με τον οποίο δεν διαμένει μαζί, δεν έχει τη δυνατότητα
απ’ ευθείας προσφυγής σε μια δικαστική αρχή ή άλλη δημόσια υπηρεσία που να
ενεργεί εκ μέρους του προς τη δικαιοσύνη, καθώς είναι υποχρεωμένος να ενεργήσει
μέσω του γονέα που έχει τη νόμιμη εκπροσώπησή του.
Η δυνατότητα προσφυγής ανηλίκου σε δημόσιες
υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας και ψυχικής υγείας χωρίς τη συνοδεία / συναίνεση
του γονέα αποτελεί ζήτημα αμφισβητούμενο και όχι ρητά αναφερόμενο στο νόμο.
Σε περίπτωση διαζυγίου, η άσκηση της γονικής
μέριμνας ρυθμίζεται από το δικαστήριο που την αναθέτει στον ένα από τους δύο
γονείς, ή -εφόσον αυτοί συμφωνούν- και στους δύο. Στην πράξη, ως επί το
πλείστον η επιμέλεια ανατίθεται στη μητέρα. Εάν τα παιδιά είναι γεννημένα εκτός
γάμου, ο πατέρας αποκτά γονική μέριμνα μετά την αναγνώριση, την οποία ασκεί
μόνο κατ’ εξαίρεση και υπό προϋποθέσεις. Οι παραπάνω ρυθμίσεις αποκλίνουν από
την αρχή που θεμελιώνεται από το άρθρο 18 της Σύμβασης.
Σημαντικότατη θεσμική έλλειψη είναι η απουσία οικογενειακών
δικαστηρίων, πλαισιωμένων από ειδικότητες (κοινωνικούς λειτουργούς και ειδικούς
ψυχικής υγείας)22.
22 Βλ. Ετήσια έκθεση Συνηγόρου του Πολίτη, 2006,
σελ. 200
Προτάσεις:
• Θα
πρέπει να μεταρρυθμιστεί το οικογενειακό δίκαιο, με καθιέρωση του γενικού
κανόνα συνέχισης άσκησης της γονικής μέριμνας από κοινού από τους δύο γονείς
στο σύνολό της (της επιμέλειας συμπεριλαμβανόμενης) σε περιπτώσεις διαζυγίου,
ενώ μόνο κατόπιν δικαστικής απόφασης και εάν το συμφέρον του παιδιού το
επιβάλλει, να μπορεί να διασπαστεί κατ' εξαίρεση η άσκησή της και η επιμέλεια
να ανατίθεται σε έναν γονέα.
• Η
γονική μέριμνα παιδιού, που γεννιέται χωρίς γάμο των γονέων του, αλλά
αναγνωρίζεται από τον πατέρα του, θα πρέπει να ασκείται και από τον τελευταίο,
όταν συμφωνείται αυτό με συμβολαιογραφικό έγγραφο, που θα καταρτίζεται μεταξύ
των γονέων, χωρίς να απαιτείται δικαστική απόφαση, όπως συμβαίνει σήμερα.
• Να
λειτουργήσουν οικογενειακά δικαστήρια, πλαισιωμένα από κατάλληλες
ψυχο-κοινωνικές υπηρεσίες που θα επικοινωνούν με τα παιδιά και τους γονείς
τους.
• Να
δημιουργηθούν υπηρεσίες οικογενειακής διαμεσολάβησης που θα υποστηρίζουν την υλοποίηση
δικαστικών αποφάσεων και θα ενεργούν σε περιπτώσεις αμφισβήτησης τους.
8.2
Αποχωρισμός από τους γονείς – δικαίωμα επικοινωνίας (Άρθρο 9)
Το δικαίωμα επικοινωνίας στο ελληνικό δίκαιο δεν προβλέπεται
ως δικαίωμα του τέκνου με αντίστοιχη υποχρέωση
του γονέα, αλλά μόνο ως δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα με το παιδί που δεν
διαμένει μαζί του.
Η έλλειψη αποτελεσματικών μέσων για την εφαρμογή των
αποφάσεων σχετικά με την άσκηση του δικαιώματος επικοινωνίας έχει ως
αποτέλεσμα, συχνά, να παραβιάζονται τα δικαιώματα του παιδιού. Δεν υπάρχουν
φορείς ή υπηρεσίες που να επαναξιολογούν περιοδικά την καταλληλότητα της
ληφθείσας απόφασης με βάση το συμφέρον του παιδιού. Απουσιάζει ένα οργανωμένο σύστημα
υποστήριξης της επικοινωνίας γονέων – τέκνων με τη δημιουργία των κατάλληλων
κέντρων υποβοήθησης και οικογενειακής διαμεσολάβησης, εκπαίδευση ειδικών επαγγελματιών
στη διαχείριση αυτών των θεμάτων και γενικώς προώθηση εξωδικαστικών μηχανισμών
υλοποίησης των σχετικών αποφάσεων.
Τα μέσα εκτέλεσης στο πεδίο εφαρμογής των αποφάσεων περί
απόδοσης ή παράδοσης τέκνου και ρύθμισης του δικαιώματος επικοινωνίας, που
προβλέπονται στο άρθρο 950 ΚΠολΔ κρίνονται εξαιρετικά αναποτελεσματικά.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στην περίπτωση των
φυλακισμένων γονέων που τοποθετούνται σε σωφρονιστικά καταστήματα μακριά από
τον τόπο διαμονής των τέκνων τους και επομένως παρεμποδίζεται η επικοινωνία
τους με αυτά. Το θέμα αυτό δεν ρυθμίζεται νομοθετικά και επομένως είναι στην
διακριτική κρίση της διοίκησης.
Προτάσεις:
• Η
προβλεπόμενη έμμεση εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων σε περιπτώσεις διαζυγίου
και άσκησης του δικαιώματος επικοινωνίας, θα πρέπει να συνδυάζεται με την διαμεσολάβηση
ειδικών κοινωνικών υπηρεσιών που θα κατευθύνουν τους γονείς προς την εφαρμογή
των αποφάσεων προς το συμφέρον του παιδιού, όταν δε καταγράφουν πρακτικές παραβίασης
των δικαιωμάτων του, να ενημερώνουν την αρμόδια δικαστική αρχή, που θα έχει τη
δυνατότητα αναθεώρησης της προηγούμενης δικαστικής απόφασης.
• Για
τους ανηλίκους στην εφηβική ηλικία, που επιθυμούν να ζητήσουν μεταρρύθμιση των δικαστικών
αποφάσεων σχετικά με την επιμέλεια και την επικοινωνία με τον γονέα με τον
οποίο δεν διαμένουν μαζί, θα πρέπει να προβλέπεται ρητά η δυνατότητα προσφυγής
στη δικαιοσύνη ή σε δημόσια υπηρεσία που να ενεργεί εκ μέρους τους προς τις
δικαστικές αρχές, ακόμη και αν δεν υπάρχει αρχική συναίνεση του γονέα τους.
• Να
προβλεφθεί με νομοθετική διάταξη ότι θα λαμβάνεται υπόψη η διευκόλυνση της επικοινωνίας
του κρατούμενου γονέα με τα τέκνα του κατά την απόφαση σχετικά με το κατάστημα στο
οποίο αυτός θα κρατηθεί.
8.3
Οικογενειακή επανένωση (Άρθρο 10)
Η ραγδαία αύξηση κατά τα τελευταία χρόνια των αιτημάτων
αλλοδαπών που ζουν νόμιμα στην Ελλάδα για επανένωση με μέλη της οικογένειάς
τους, στα οποία περιλαμβάνονται πολύ συχνά ανήλικα, έχει δημιουργήσει μεγάλο
φόρτο εργασιών στην αρμόδιες υπηρεσίες με αποτέλεσμα συχνά την καθυστέρηση
απαντήσεων. Επίσης η πρόσφατη οικονομική κρίση έχει δημιουργήσει ιδιαίτερες δυσκολίες
σε πολλές οικογένειες αλλοδαπών εργαζομένων στην Ελλάδα να επανενωθούν με τέκνα
τους που ζουν στην αλλοδαπή, λόγω και των υψηλών προβλεπόμενων παραβόλων, με
αποτέλεσμα αρκετές φορές να έρχονται τα παιδιά στην χώρα με ταξιδιωτική βίζα
και μετά τη λήξη της να δημιουργείται πρόβλημα, καθώς για να γίνει νόμιμα η συνένωση
χρειάζεται το μέλος της οικογένειας με το οποίο γίνεται η συνένωση να διαμένει
στην αλλοδαπή.
Προτάσεις:
• Να
προτεραιοποιείται η εξέταση των αιτημάτων οικογενειακής επανένωσης, όταν αφορούν
παιδιά, προκειμένου να υλοποιηθεί η δέσμευση της χώρας που προκύπτει από το άρθρο
10 της Σύμβασης.
• Τα
παράβολα για την οικογενειακή επανένωση χρειάζεται να είναι αντίστοιχα με προσαυξήσεις
ή ποσά που το ελληνικό κράτος αναγνωρίζει ως επαρκή για την κάλυψη των οικογενειακών
αναγκών. Οι προσαυξήσεις του άρθρου 53 παρ. γ του ν. 3386/05 (20% για τη σύζυγο
και 15% για κάθε τέκνο) να αναθεωρηθούν, διότι κρίνονται ιδιαίτερα υψηλές και
ως εκ τούτου απαγορευτικές για την πλειονότητα των αλλοδαπών23.
23 Βλ. «Προτάσεις Συνηγόρου του Πολίτη για βελτίωση
του νομοθετικού πλαισίου σε θέματα χορήγησης και ανανέωσης άδειας παραμονής και
εργασίας», Φεβρουάριος 2011
8.4
Παράνομη μετακίνηση (Άρθρο 11)
Μία από τις δυσάρεστες συνέπειες των διαζυγίων μεταξύ
προσώπων διαφορετικής ιθαγένειας είναι ο γεγονός ότι ο ένας εκ των δύο γονέων
μπορεί να επιστρέψει στην πατρίδα του, παίρνοντας μαζί του το παιδί του, είτε έχει
την επιμέλεια είτε όχι. Έτσι, στην μεν πρώτη περίπτωση το παιδί στερείται του
δικαιώματος της επικοινωνίας με τον άλλο γονέα, ενώ στη δεύτερη πρόκειται επί
πλέον για ποινικά κολάσιμη συμπεριφορά.
Προβληματική θεωρεί ο Συνήγορος του Πολίτη την πρόσφατη
τροποποίηση του Προεδρικού Διατάγματος, βάσει του οποίου η έκδοση διαβατηρίου
γίνεται από τον γονέα που ασκεί την επιμέλεια, χωρίς να απαιτείται η συναίνεση
του άλλου γονέα που ασκεί το υπόλοιπο της γονικής μέριμνας. Η ρύθμιση αυτή έχει
ήδη επιτρέψει την γονική απαγωγή παιδιών, κατά την έννοια της σύμβασης της Χάγης
του 1980.
Προτάσεις:
• Για
την αποτροπή παράνομων μετακινήσεων ανηλίκων στο εξωτερικό, θα πρέπει να
μελετηθεί η λήψη ειδικών μέτρων, που ισχύουν σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, όπως
π.χ. η πρόβλεψη της υποχρέωσης κατά την έξοδο ενός παιδιού από τη χώρα να
υπάρχει η έγγραφη συναίνεση του γονέα / των γονέων που δεν ταξιδεύουν μαζί του.
8.5
Εναλλακτική φροντίδα - Περιοδική αναθεώρηση (Άρθρα 20, 25)
Τα σημαντικότερα προβλήματα που έχει διαπιστώσει24
ο Συνήγορος του Πολίτη για τα ιδρύματα παιδικής προστασίας (δημοσίου και
ιδιωτικού δικαίου) συνοψίζονται παρακάτω:
• Η νομοθεσία που καλύπτει τα δημόσια ιδρύματα παιδικής
προστασίας είναι αρκετά απαρχαιωμένη και ελλιπής.
• Τα ιδρύματα ιδιωτικού δικαίου λειτουργούν στις περισσότερες
περιπτώσεις χωρίς κανονικές άδειες,
αφού το νομοθετικό πλαίσιο για την έκδοσή τους είναι
ατελές.
• Ελλείψεις παρουσιάζει και το νομοθετικό πλαίσιο ως
προς την κατοχύρωση των δικαιωμάτων των
φιλοξενούμενων παιδιών, σύμφωνα με τις επιταγές της
Σύμβασης.
• Δεν έχουν θεσπιστεί με νόμο πρότυπα και προδιαγραφές
που πρέπει να πληρούνται από τα ιδρύματα παιδικής προστασίας, δημόσια ή
ιδιωτικά.
• Έχει προβλεφθεί δια νόμου η διαδικασία πιστοποίησης
των ιδρυμάτων ιδιωτικού δικαίου και έχει ξεκινήσει η υλοποίησή της από το
Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης, χωρίς όμως να έχουν θεσπιστεί σχετικές
προδιαγραφές και διαδικασίες ποιοτικού ελέγχου.
• Η εποπτεία των ιδρυμάτων έχει ανατεθεί στις Υγειονομικές
Περιφέρειες για τα δημόσια και στις Περιφερειακές Διευθύνεις Πρόνοιας για τα ιδρύματα
ιδιωτικού δικαίου, μέσω των κοινωνικών συμβούλων που ορίζονται στις Περιφέρειες
της χώρας. Ωστόσο, η απουσία ενός σαφούς πλαισίου προδιαγραφών που πρέπει να
πληρούνται από τα ιδρύματα, καθιστά τον έλεγχο αυτό συχνά ανεπαρκή
και αναποτελεσματικό.
• Έχει θεσπιστεί η αρμοδιότητα συστηματικής παρακολούθησης
και ελέγχου των ιδρυμάτων από το Σώμα Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας,
που συστήθηκε με το νόμο 2920/2001. Το Σώμα, ύστερα από επισκέψεις, εκδίδει
εκθέσεις ελέγχου με συγκεκριμένες προτάσεις προς τη Διοίκηση των ιδρυμάτων για
τη βελτίωση των συνθηκών και προβαίνει σε επανελέγχους, ωστόσο συχνά οι
προτάσεις του υλοποιούνται εν μέρει μόνο από τις διοικήσεις τους, καθώς
απουσιάζει ένα σύστημα κυρώσεων και ανάκλησης αδειών.
• Τα περισσότερα ιδρύματα παρουσιάζουν σοβαρές ελλείψεις
σε ανθρώπινο δυναμικό, ιδίως σε επιστημονικό και εξειδικευμένο προσωπικό.
• Η διαδικασία προσλήψεων προσωπικού στα δημόσια
ιδρύματα είναι χρονοβόρα και δεν διασφαλίζει την έγκαιρη και κατάλληλη επιλογή
των επαγγελματιών που έχει ανάγκη η κάθε μονάδα.
• Τα ιδιωτικά ιδρύματα δεν δεσμεύονται ως προς το προσωπικό
που διαθέτουν, με αποτέλεσμα ορισμένα να λειτουργούν χωρίς εξειδικευμένο επιστημονικό
προσωπικό ή ακόμη και να στελεχώνονται πρωτίστως από εθελοντές.
• Υπάρχουν ιδρύματα, που εποπτεύονται ελλιπώς, στα οποία
επιβάλλονται στους φιλοξενούμενους ανήλικους ακραίοι κανόνες συμπεριφοράς, που αποκλίνουν
από τα γενικά αποδεκτά πρότυπα της Ελληνικής κοινωνίας (π.χ. απαγόρευση
παντελονιών στα κορίτσια, αυστηρές νηστείες, απαγόρευση συμμετοχής σε σχολικές
εκδρομές, περιορισμός επικοινωνίας με γονείς, κ.λπ.).
• Δεν υπάρχουν εξειδικευμένες θεραπευτικές δομές φιλοξενίας
για παιδιά και εφήβους με ψυχικές διαταραχές, θύματα κακοποίησης, ανήλικους με παραβατική
συμπεριφορά ή χρήστες ουσιών.
• Πολλά ιδρύματα για παιδιά με αναπηρίες και χρόνιες
παθήσεις εξακολουθούν να έχουν ασυλικό χαρακτήρα, να λειτουργούν αποκομμένα από
τον κοινωνικό ιστό, με απαρχαιωμένα συστήματα φροντίδας και ανεπαρκή κάλυψη των
ιατρικών, θεραπευτικών και εκπαιδευτικών αναγκών των φιλοξενούμενων, ορισμένες
μάλιστα φορές χρησιμοποιούν για λόγους πρόληψης μη αποδεκτές μεθόδους καθήλωσης
και περιορισμού των παιδιών.
• Ο θεσμός του διορισμού επιτρόπου για τα παιδιά χωρίς
γονική μέριμνα συχνά δεν εφαρμόζεται, ιδίως για τα παιδιά με αναπηρίες.
• Η αναθεώρηση της τοποθέτησης σε ίδρυμα δεν προβλέπεται
θεσμικά και δεν εφαρμόζεται συστηματικά σύμφωνα με το πνεύμα της Σύμβασης (άρθρο
25).
• Ο θεσμός της αναδοχής εφαρμόζεται σε πολύ μικρό βαθμό,
κυρίως λόγω της έλλειψης κοινωνικών υπηρεσιών και συστήματος υποστήριξης της επιλογής,
εκπαίδευσης, παρακολούθησης και υποστήριξης των αναδόχων γονέων, αλλά και της
μη διάθεσης επαρκών σχετικών πόρων από
την Πολιτεία.
• Το Υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης δεν
έχει ενσωματώσει στην εθνική πολιτική τις Οδηγίες του ΟΗΕ για την εναλλακτική
φροντίδα, ούτε το περιεχόμενο της Σύστασης 2005 (5) του Συμβουλίου της Ευρώπης
για τα δικαιώματα των παιδιών που ζουν σε ιδρύματα, ούτε τη Σύσταση CM/Rec
(2010) 2 για την απο-ιδρυματοποίηση και τη ζωή στην κοινότητα των παιδιών με
αναπηρίες.
Τα παραπάνω διαπιστούμενα προβλήματα επιτείνονται κατά
την περίοδο της οικονομικής κρίσης που πλήττει την Ελληνική κοινωνία.
Εκπρόσωποι πολλών ιδρυμάτων ιδιωτικής φύσης έχουν αναφέρει στον Συνήγορο ότι απειλούνται
ακόμη και με διακοπή λειτουργίας, λόγω της μείωσης των πόρων τους και της
αύξησης της φορολογίας τόσο στις δωρεές όσο και στην ακίνητη περιουσία τους.
Την ίδια στιγμή οι περιπτώσεις παιδιών που χρειάζεται να απομακρυνθούν από τις
φυσικές τους οικογένειες αυξάνουν, με την ακραία φτώχεια να λειτουργεί ως επιπρόσθετος
παράγοντας που επιτείνει την αδυναμία ορισμένων γονέων να φροντίσουν κατάλληλα
τα παιδιά τους.
Οι προσλήψεις προσωπικού στα δημόσια ιδρύματα υφίστανται
μεγάλους περιορισμούς ενώ και οι πόροι τους συρρικώνονται.
Προτάσεις:
• Να
υπάρξει ενιαία νομοθετική ρύθμιση για το πλαίσιο λειτουργίας δημοσίων και
ιδιωτικών ιδρυμάτων παιδικής προστασίας (φιλοξενίας και φροντίδας), τον
προσδιορισμό των ελαχίστων προδιαγραφών ως προς την παρεχόμενη φροντίδα, τις
εγκαταστάσεις, το προσωπικό και τους κανόνες λειτουργίας τους, και την διαδικασία
αδειοδότησης, ελέγχου ποιότητας υπηρεσιών και τήρησης των όρων λειτουργίας τους
σε συμφωνία με τη Σύμβαση και με τα διεθνή πρότυπα για την εναλλακτική
φροντίδα, με στόχο την παροχή πολυδιάστατης, κατάλληλης και εξατομικευμένης
φροντίδας στα παιδιά για ολόπλευρη ανάπτυξη και ανταπόκριση στις ηλικιακές τους
ανάγκες.
• Να
γίνεται ρητή αναφορά στο νομοθετικό πλαίσιο για τα ιδρύματα στα δικαιώματα των φιλοξενούμενων
παιδιών, σύμφωνα και με τις προβλέψεις της Σύμβασης, αλλά και των διεθνώς θεσπισμένων
κανόνων.
• Να
ενεργοποιηθεί το σύστημα πιστοποίησης και αδειοδότησης των ιδρυμάτων αυτών με
βάση θεσπισμένα κριτήρια και προδιαγραφές, με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα που
θα αποβλέπει στον έλεγχο όλων των συναφών μονάδων που λειτουργούν στη χώρα μέσα
σε συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα.
• Να
διασφαλισθεί η επάρκεια του ανθρώπινου δυναμικού σε όλα τα ιδρύματα παιδικής προστασίας,
ιδίως κοινωνικών υπηρεσιών, παιδαγωγών, νοσηλευτών, ειδικών θεραπευτών και
βοηθών ατομικής φροντίδας των παιδιών.
• Να
καλύπτονται γεωγραφικά οι υπάρχουσες ανάγκες παιδικής προστασίας, χωρίς να
απαιτείται η μετακίνηση των παιδιών πολύ μακριά από την αρχική περιοχή
κατοικίας τους, αν αυτό δεν είναι προς το συμφέρον τους.
• Να
δημιουργηθούν δομές φιλοξενίας παιδιών στην περιοχή της Θράκης, με ειδικές
ρυθμίσεις για την
διευκόλυνση
της άσκησης των θρησκευτικών πρακτικών των μουσουλμάνων και τουρκόφωνων κατοίκων
και την επικοινωνία με μέλη των οικογενειών τους που δεν μιλούν ελληνικά.
• Να
δρομολογηθεί η σταδιακή κατάργηση των ιδρυμάτων για παιδιά με αναπηρίες και χρόνιες
παθήσεις που λειτουργούν με το ασυλικό μοντέλο και η αντικατάστασή τους από
μικρές δομές κοντύτερα στο οικογενειακό πρότυπο καθώς και από κέντρα ημερήσιας
φροντίδας, υπηρεσίες υποστήριξης (όπως θεραπευτικές, συμβουλευτικές) και
προσβάσιμες δομές (π.χ. εκπαίδευσης, άθλησης, ψυχαγωγίας) στην κοινότητα για τα
παιδιά που διαμένουν με τους γονείς τους.
• Να
λειτουργήσουν εξειδικευμένες δομές φιλοξενίας θεραπευτικού χαρακτήρα για παιδιά
και εφήβους με ψυχικές διαταραχές, ή με άλλα ειδικά χαρακτηριστικά που απαιτούν
εξειδικευμένη φροντίδα και θεραπεία, όπως ανήλικοι παραβάτες, χρήστες ουσιών
κ.λπ.
• Να
διασφαλισθεί η απαιτούμενη ειδική φροντίδα στα ιδρύματα όπου φιλοξενούνται
ασυνόδευτα παιδιά, με μεταφραστές, νομικούς αρωγούς και σύστημα υποστήριξης της
εκπαιδευτικής και κοινωνικής τους συμμετοχής.
• Να
λειτουργήσουν κέντρα επείγουσας φιλοξενίας και εκτίμησης, για όσο χρόνο
λαμβάνει χώρα η διάγνωση αναγκών των παιδιών, στις μεγάλες πόλεις της χώρας.
• Να
περιοριστεί ο χρόνος παραμονής των παιδιών σε ιδρύματα, με ενεργοποίηση της
διαδικασίας τακτικής αναθεώρησης της τοποθέτησής τους και προώθησης είτε της
υποστηριζόμενης επιστροφής τους στη φυσική οικογένεια, είτε της τοποθέτησης σε
ανάδοχες οικογένειες και σε πλαίσια φιλοξενίας οικογενειακού τύπου.
• Να
ενισχυθεί η εφαρμογή του θεσμού της αναδοχής, τόσο για παιδιά που εντάσσονται
σε ιδρύματα, περιλαμβάνοντας και τα παιδιά με χρόνιες παθήσεις / αναπηρίες, όσο
και για παιδιά που χρειάζεται να απομακρυνθούν για ένα διάστημα από τις
οικογένειές τους, χωρίς αναγκαστικά να εισάγονται σε ιδρύματα, αλλά να τοποθετούνται
σε ανάδοχες οικογένειες με εισαγγελική εντολή ή δικαστική απόφαση. Να προβλεφθεί
η διάθεση κονδυλίων για όλες τις παραπάνω περιπτώσεις.
• Για την κατάλληλη
επιλογή, εκπαίδευση, υποστήριξη και παρακολούθηση των αναδόχων γονέων, να ανατεθούν αρμοδιότητες σε κοινωνικές
υπηρεσίες εξειδικευμένες σε θέματα παιδικής προστασίας, υπαγόμενες στην τοπική
αυτοδιοίκηση, και να λειτουργήσει το
προβλεπόμενο αρχείο αναδόχων οικογενειών στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης.
• Να καθιερωθεί ειδικό πλαίσιο για την
υλοποίηση της αναδοχής ως αναμορφωτικού μέτρου, για ανήλικους παραβάτες, με
ειδική επιλογή, εκπαίδευση και υποστήριξη των αναδόχων γονέων που αναλαμβάνουν
την ευθύνη αυτή.
• Να προβλεφθεί και να υλοποιείται η
συστηματική ακρόαση των απόψεων των παιδιών, εφόσον έχουν την κατάλληλη ηλικία
και ωριμότητα, ως προς την εισαγωγή τους σε ένα ίδρυμα, την τοποθέτησή τους σε
μια ανάδοχη οικογένεια ή την υιοθεσία τους, με σχετική πρόβλεψη για μία
κατάλληλη διαδικασία με εκπαιδευμένο προσωπικό όπως για τις περιπτώσεις παιδιών
με προβλήματα λόγου και επικοινωνίας.
8.6
Υιοθεσία (Άρθρο 21)
Ο θεσμός της δημόσιας υιοθεσίας αντιμετωπίζει σοβαρά
προβλήματα καθυστερήσεων, με σοβαρές επιπτώσεις στα παιδιά που παραμένουν στα
ιδρύματα για μεγάλο χρονικό διάστημα, αντί να εντάσσονται εγκαίρως σε θετές
οικογένειες.
Οι μονάδες κοινωνικής φροντίδας παιδιών με χρόνιες παθήσεις
και αναπηρίες δεν υλοποιούν επαρκώς την αρμοδιότητά τους για προώθηση υιοθεσιών
των παιδιών. Πολλές φορές η αναδοχή λειτουργεί ως προθάλαμος της υιοθεσίας και
χωρίς να τηρούνται οι απαραίτητες εγγυήσεις προς το συμφέρον των παιδιών. Οι
επιτρεπόμενες από το νόμο ιδιωτικές υιοθεσίες έχουν ταχύτερη έκβαση, αλλά
υποκρύπτουν σε αρκετές περιπτώσεις οικονομικές συναλλαγές και ευνοούν την ανάπτυξη
της εμπορίας βρεφών.
Οι διακρατικές υιοθεσίες δεν έχουν υποστηριχθεί
ακόμη επαρκώς από ένα οργανωμένο σύστημα υπηρεσιών, όπως ο σχετικός νόμος
προβλέπει. Παρά την υπογραφή και τις προβλέψεις της Σύμβασης της Χάγης του
1993, η διοίκηση απαιτεί επικύρωση από ελληνικό δικαστήριο των αποφάσεων
υιοθεσίας αλλοδαπών δικαστηρίων. Σε πολλές περιπτώσεις υιοθεσίας, η άγνοια των
θετών γονέων και η έλλειψη κατάλληλης
υποστήριξής τους, οδηγεί σε λάθη όπως η καθυστερημένη ενημέρωση των παιδιών για
το γεγονός της υιοθεσίας, η αναφορά στους φυσικούς γονείς με υποτιμητικό τρόπο
κ.λπ., με συνέπεια την πρόκληση εντάσεων και συγκρούσεων, ιδίως στην εφηβεία.
Προτάσεις:
• Να
προβλεφθεί επιτάχυνση των διαδικασιών της δημόσιας υιοθεσίας, με υποστήριξη από
κατάλληλες και επαρκείς κοινωνικές υπηρεσίες και να δρομολογηθεί η κατάργηση
της ιδιωτικής υιοθεσίας.
• Να
βελτιωθεί το θεσμικό πλαίσιο για την υλοποίηση των διακρατικών υιοθεσιών, έτσι
ώστε να διασφαλίζεται η κατάλληλη επιλογή και υποστήριξη των θετών γονέων και η
προστασία των δικαιωμάτων των υιοθετούμενων παιδιών.
• Να
γίνει προσπάθεια από τις μονάδες κοινωνικής φροντίδας ώστε να προωθούνται
υιοθεσίες παιδιών με χρόνιες παθήσεις και αναπηρίες.
• Να
παρέχεται κατάλληλη υποστήριξη και καθοδήγηση των θετών γονέων, ώστε να αντιλαμβάνονται
την υποχρέωσή τους να πληροφορούν εγκαίρως τα παιδιά σχετικά με την υιοθεσία
τους και να μη δημιουργούν σε αυτά ενοχές, αίσθηση ντροπής ή παρεμπόδισης στην πρόσβαση
σε πληροφορίες που αφορούν τους φυσικούς τους γονείς.